Tό θέμα τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς!

Tά ψηφισθέντα κείμενα τῆς αἱρετικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.

Τά συμπεράσματα πού ἐξάγονται ἐκ τῆς μελέτης των κοινοποιηθέντων τελικῶν κειμένων τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καθώς καί ἀπό τίς ἀπαντήσεις καί ἀναλύσεις ἐγκρίτων θεολόγων καί μητροπολιτῶν εἶναι ὅτι:

Ἐπετεύχθη τελικά ὁ στόχος τῆς ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων, δηλαδή ἔγινε δεκτό ὅτι ὁ Παπισμός καθώς καί λοιποί αἱρετικοί εἶναι Ἐκκλησίες καί ὄχι αἱρέσεις.
Νομιμοποιήθηκε ἐπίσημα καί συνοδικά ἡ παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθώς ἀναγνωρίζει τό Προτεσταντικό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾽Εκκλησιῶν ἤ μᾶλλον αἱρέσεων.
Καθιερώθηκε ἡ μεταπατερική θεολογία
Καταλύθηκαν ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Παραποιεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα.
Κατέλυσε τήν Ὀρθόδοξη συνοδικότητα.
Χρησιμοποιήθηκαν ἀντορθόδοξοι μέθοδοι στόν τρόπο λειτουργίας της.
Οἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου, εἶναι ὑποχρεωτικές διά τό σύνολο τῶν λαϊκῶν καί κληρικῶν ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας καταλύοντας ὅμως τόν ρόλο τοῦ Λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν εὐθύνη γιὰ τὴ διατήρηση ἀνόθευτης τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Δέν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική καί ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς καί δέν ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἀναγνώριση ὅλων τῶν προηγουμένων συνόδων.
Εἴχαμε συμμετοχή γιά πρώτη φορά παρατηρητῶν οἱ ὁποῖοι ἦταν παπικοί, καί μάλιστα εἴχαμε συμπροσευχές κατά τήν διάρκεια τῶν Λειτουργιῶν.
Ὡς γνωστόν, τό κύριο ἔργο μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου, εἶναι ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ἀναφυομένων αἱρέσεων ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτήν τήν σύνοδο ἔγινε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Διότι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά ψηφισθέντα κείμενα – καί ἰδίως ἀπό τό κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικό κόσμο»[1] υἱοθετήθηκε, θεσμοθετήθηκε καί νομιμοποιήθηκε μέ «πανορθόδοξο συνοδική ἀπόφαση» ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπίσημη καί νόμιμη γραμμή καί διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀναγνώρισαν ἐκκλησιαστικότητα, ἀποστολική διαδοχή, ἱερωσύνη, Χάρη καί μυστήρια στούς αἱρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες καί Μονοφυσίτες καί υἱοθέτησαν τίς κακόδοξες, πλανεμένες, αἱρετικές καί οἰκουμενιστικές θεωρίες περί «βαπτισματικῆς θεολογίας», «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» καί «Διηρημένης Ἐκκλησίας», ἐνῶ παράλληλα ἐπικύρωσαν τήν παραμονή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτέρμονους, ἀντιπατερικούς καί ἀτελέσφορους σύγχρονους θεολογικούς διαλόγους καί στό παμπροτεσταντικό Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν» ἤ καλύτερα αἱρέσεων καί πλανῶν.

Ἡ συγκεκριμένη αὐτή δογματική ἀπόφαση, βρίσκεται στὴν ἑξῆς δαιμονική φράση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».

Αὐτές οἱ αἱρετικές ὁμάδες ἀναφέρονται ὡς ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες και ὁμολογίες, λαμβανομένου ὑπόψιν τοῦ γεγονότος ὅτι στὴ συγκεκριμένη δογματική ἀπόφαση δὲν ἀναφέρεται καθόλου ἡ λέξη «αἵρεση», σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἱερούς κανόνες, ποὺ κάνουν ἐκτεταμένη χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ‘Ορθόδοξη ‘Εκκλησία Θεωρεῖται ὡς μία ἄλλη χριστιανική Ἐκκλησία ἤ Ὁμολογία. Δηλαδή, τόσο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅσο καὶ οἱ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ἀλλά διαφέρουν μόνο στὴ θεολογική διατύπωσή της. Ὅ,τι δηλαδή πρεσβεύει τό Π.Σ.Ε. καί ὅ,τι δηλώνει ἐδῶ καί χρόνια ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Καὶ γι’ αὐτό τὸ λόγο, προκειμένου νὰ ὑπάρξει συγκρητιστική ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρετικές ὁμάδες, ἀπομένει νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴ σύγκλιση τῶν θεολογικῶν τους διατυπώσεων ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς δῆθεν κοινῆς τους πίστης. Αὐτή τὴν δογματική ἀπόφαση τήν διατυπώνουν ὡς ἑξῆς: «ταχυτέρα και ἀντικειμενικοτέρα ἀποσαφήνιση τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐτοῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης, καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς»).

Ἡ δογματική αὐτή ἀπόφαση εἶναι αἱρετική διότι ἐνῶ κατά τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητα ἤδη ὑπάρχει καὶ γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο νὰ διαταραχθεῖ, ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξη ‘Εκκλησία ἀποσκοπεῖ ἀντικειμενικά στὴν ἐξομάλυνση μίας ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μία ἄλλη ἑνότητα, διαφορετική τῆς ὀντολογικῆς, δηλ. τὴν συγκρητιστική καί ὄχι ἐπί τῆς πραγματικῆς πίστης. Τήν ἐξομάλυνση αὐτήν τῆς ἑνότητας μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τούς αἱρετικούς, ἐπιδιώκεται νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τοὺς διμερεῖς και πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους στὰ πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης τῶν νεώτερων χρόνων. Συγ­κε­κρι­μέ­να στήν πα­ρά­γρα­φο 16, ση­μει­ώ­νον­ται τά ἑ­ξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυ­ρί­ων ὀρ­γά­νων ἐν τῇ Ἱ­στο­ρί­ᾳ τῆς Οἰ­κου­με­νι­κῆς κι­νή­σε­ως, εἶ­ναι τό Παγ­κό­σμιον Συμ­βού­λιον Ἐκ­κλη­σι­ῶν (ΠΣΕ)­.­.. Πα­ραλ­λή­λως, ὑ­φί­σταν­ται καί ἄλ­λοι δι­α­χρι­στι­α­νι­κοί ὀρ­γα­νι­σμοί καί πε­ρι­φε­ρεια­κά ὄρ­γα­να, ὡς ἡ «Δι­ά­σκε­ψις τῶν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν» (ΔΕΚ), τό «Συμ­βού­λιον Ἐκ­κλη­σι­ῶν Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς (ΣΕ­ΜΑ) καί τό «Πα­να­φρι­κα­νι­κόν Συμ­βού­λιον Ἐκ­κλη­σι­ῶν». Ταῦ­τα με­τά τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν τη­ροῦν ση­μαν­τι­κήν ἀ­πο­στο­λήν διά τήν προ­ώ­θη­σιν τῆς ἑ­νό­τη­τος τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ κό­σμου». Ἐρωτῶμεν: Διεσπάσθη λοιπόν ἡ ἑνότητα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας; ἤ μᾶλλον διασπῶνται καί ἀποκόπτονται ὅσοι δέν ἀκολουθοῦν τήν διαχρονία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται μέ τούς Ἀποστόλους, τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τούς ἁγίους Πατέρες

Αὐτό συνιστᾶ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιά φο­βε­ρή ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τήν συ­νο­δι­κῶς ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ἀπό τὸ Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁποὺ ὁ­μο­λο­γού­με καί πι­στεύ­ου­με «εἰς Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν καί Ἀ­πο­στο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν». Στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέ­κα Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, με­τα­ξύ τῶν ὁ­ποί­ων καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀλλά καί τό θεσμικόν Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ εἶχε στείλει ἐπίσημο ἀντιπρόσωπο, ἀ­πο­δέ­χθη­καν ἀ­θε­ο­λό­γη­τα τήν «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α» καί ἔμ­με­σα τήν «Θε­ω­ρί­α τῶν Κλά­δων», ἀ­να­γνω­ρί­ζον­τας ὡς Ἐκ­κλη­σί­ες τού Παπικούς, τούς Μα­ρω­νῖ­τες, τούς Νε­στο­ρια­νούς, τούς Μο­νο­φυ­σῖ­τες, τούς Μο­νο­θε­λῆ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τα­δι­κά­στη­καν ἀ­πό σει­ρά Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων (ἀ­πό τήν Τρί­τη ἕ­ως καί τήν Ἑβδόμη), ἀλ­λά καί τήν παν­σπερ­μί­α τῶν Προ­τε­σταν­τῶν, πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ον­ται στό Παγ­κό­σμιο Συμ­βού­λιο τῶν λε­γο­μέ­νων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἡ Συ­νο­δι­κή ἀ­πό­φα­ση λοιπόν ἀ­ναγνωρίσεως ὡς Ἐκ­κλη­σι­ῶν τῶν κα­τα­δι­κα­σθέν­των αἱ­ρε­τι­κῶν ἀ­πό Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους στό Κο­λυμ­πάρι, εἰσάγει τόν συγ­κρη­τι­σμό καί τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό, ὡς τήν κυρίως θεολογική γραμμή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά ἀκολουθήσουν αὐτοί πού θὰ παραμείνουν σέ κοινωνία μέ τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς σύν αὐτῷ. Ἄλλωστε ἀμέσως μετά τήν σύνοδο, τό αὐτό δηλώθηκε καί ἐπίσημα ἀπό τόν ἴδιο λέγοντας: Μπήκαμε στήν μεταπατερική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις