Η ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΟΥ ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΠΛΕΟΝ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (ΑΙΡΕΣΕΩΝ)
Η Παναίρεση του Οικουμενισμού!
Αὐτές οἱ αἱρετικές ὁμάδες ἀναφέρονται ὡς ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες και ὁμολογίες, λαμβανομένου ὑπόψιν τοῦ γεγονότος ὅτι στὴ συγκεκριμένη δογματική ἀπόφαση δὲν ἀναφέρεται καθόλου ἡ λέξη «αἵρεση», σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἱερούς κανόνες, ποὺ κάνουν ἐκτεταμένη χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ‘Ορθόδοξη ‘Εκκλησία Θεωρεῖται ὡς μία ἄλλη χριστιανική Ἐκκλησία ἤ Ὁμολογία. Δηλαδή, τόσο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅσο καὶ οἱ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ἀλλά διαφέρουν μόνο στὴ θεολογική διατύπωσή της. Ὅ,τι δηλαδή πρεσβεύει τό Π.Σ.Ε. καί ὅ,τι δηλώνει ἐδῶ καί χρόνια ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Καὶ γι’ αὐτό τὸ λόγο, προκειμένου νὰ ὑπάρξει συγκρητιστική ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρετικές ὁμάδες, ἀπομένει νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴ σύγκλιση τῶν θεολογικῶν τους διατυπώσεων ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς δῆθεν κοινῆς τους πίστης. Αὐτή τὴν δογματική ἀπόφαση τήν διατυπώνουν ὡς ἑξῆς: «ταχυτέρα και ἀντικειμενικοτέρα ἀποσαφήνιση τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐτοῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης, καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς»).
Ἡ δογματική αὐτή ἀπόφαση εἶναι αἱρετική διότι ἐνῶ κατά τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητα ἤδη ὑπάρχει καὶ γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο νὰ διαταραχθεῖ, ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξη ‘Εκκλησία ἀποσκοπεῖ ἀντικειμενικά στὴν ἐξομάλυνση μίας ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μία ἄλλη ἑνότητα, διαφορετική τῆς ὀντολογικῆς, δηλ. τὴν συγκρητιστική καί ὄχι ἐπί τῆς πραγματικῆς πίστης. Τήν ἐξομάλυνση αὐτήν τῆς ἑνότητας μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τούς αἱρετικούς, ἐπιδιώκεται νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τοὺς διμερεῖς και πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους στὰ πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης τῶν νεώτερων χρόνων. Συγκεκριμένα στήν παράγραφο 16, σημειώνονται τά ἑξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως, εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)... Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (ΔΕΚ), τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (ΣΕΜΑ) καί τό «Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν». Ταῦτα μετά τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου». Ἐρωτῶμεν: Διεσπάσθη λοιπόν ἡ ἑνότητα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας; ἤ μᾶλλον διασπῶνται καί ἀποκόπτονται ὅσοι δέν ἀκολουθοῦν τήν διαχρονία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται μέ τούς Ἀποστόλους, τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τούς ἁγίους Πατέρες
Αὐτό συνιστᾶ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιά φοβερή ἔκπτωση ἀπό τήν συνοδικῶς ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπό τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁποὺ ὁμολογούμε καί πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί τό θεσμικόν Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ εἶχε στείλει ἐπίσημο ἀντιπρόσωπο, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τού Παπικούς, τούς Μαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἑβδόμη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν. Ἡ Συνοδική ἀπόφαση λοιπόν ἀναγνωρίσεως ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους στό Κολυμπάρι, εἰσάγει τόν συγκρητισμό καί τόν Οἰκουμενισμό, ὡς τήν κυρίως θεολογική γραμμή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά ἀκολουθήσουν αὐτοί πού θὰ παραμείνουν σέ κοινωνία μέ τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς σύν αὐτῷ. Ἄλλωστε ἀμέσως μετά τήν σύνοδο, τό αὐτό δηλώθηκε καί ἐπίσημα ἀπό τόν ἴδιο λέγοντας: Μπήκαμε στήν μεταπατερική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.
Η ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΟΥ ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΠΛΕΟΝ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (ΑΙΡΕΣΕΩΝ) ΔΙΟΤΙ
1) ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
Στό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις…») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενο πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου«Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες). Λέγεται στό κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. §19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη […] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Συμβούλιο», δηλ. στό ΠΣΕ.
Στή «Δήλωση τοῦ Τορόντο», μολονότι γίνονται καί κάποιες ὀρθές ἐκκλησιολογικές διευκρινίσεις, ὡστόσο λέγεται, μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, §3). Συνεπῶς, ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δῆθεν δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει Ἐκκλησία (δηλ. σωτηρία) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τὴ «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
2) Ἀποδέχθηκε τίς αἱρέσεις τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, τοῦ Πουσάν, τοῦ Μπαλαμάντ κ.ἄ.
Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις…»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τή σχετική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ…], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. §21).
Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικό κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς. Μιά προσεκτική ματιά δείχνει τὶ ἀπαράδεκτα καὶ αἱρετικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στὰ σημαντικότερα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».
Τό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§6-7) ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες […] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων !
Τό κείμενο τοῦ Πουσάν (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013) λέγει, μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τὴ μαρτυρία μας γιὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. §14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησία !
Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand (Λίβανος, 1993) μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέει (παρ. §§13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του […] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαῖα ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρὸς τὸ Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ, διακηρύσσεται (παρ. §30) ὅτι «οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμό εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν!
Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικῶς ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (Ἐγκύκλιος, VII, §20).
Ὡς πρός τά ἄλλα θέματα τῆς ψευδοσυνόδου, ἀναφέρουμε καί κάποια σημαντικά θέματα πού ἀποδεικνύουν πόσο αἱρετική καί ἀντιορθόδοξη εἶναι.
α´. Γάμος
Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων, ἐνῶ στὸ I,5 ὁρίζεται ἡ κατὰ τοὺς κανόνες ἀκρίβεια (βάσει τοῦ οβ´ κανόνος τῆς Πενθέκτης), στὸ II,5 καὶ χάριν “οἰκονομίας” παρέχεται ἡ δυνατότητα σὲ ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἀντιμετωπίζει τὸ ζήτημα αὐτοβούλως. Κατ᾽ἀρχὰς ὀφείλει νὰ γίνει γνωστὸ τί διαλαμβάνει ὁ οβ´ τῆς Πενθέκτης· λέει λοιπὸν ὅτι ἀπαγορεύεται ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ ὁ γάμος ὀρθοδόξου καὶ αἱρετικοῦ[2], καὶ ἐὰν τυχὸν κάποιοι προχώρησαν τελικὰ σὲ τέτοιο γάμο, νὰ θεωρεῖται ἄκυρος καὶ ἀκολούθως νὰ διαλύεται τὸ “ἄθεσμον συνοικέσιον”. Στὴν ἑρμηνεία τοῦ κανόνος ὁ ὅσιος Νικόδημος (Πηδάλιον σελ. 283) τονίζει ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἑνώνεται “ὁ λύκος μὲ τὸ πρόβατον, καὶ ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ αἱρετικῶν μὲ τὴν μερίδα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ὀρθοδόξων.”. Στὴν ἴδια σελίδα, στὴ σχετικὴ ὑποσημείωση τοῦ ὁσίου ἀναφέρεται ὅτι ὀφείλουν οἱ ἐπίσκοποι τῶν νησιῶν ὅπου ὑπάρχουν καὶ λατίνοι, “κατ᾽οὐδένα τρόπον ἂς μὴ συγχωροῦν νὰ παίρνει Λατῖνος ὀρθόδοξον γυναῖκα, ἢ Λατινὶς γυνὴ ὀρθόδοξον ἄνδρα. Ποία γὰρ κοινωνία ἠμπορεῖ νὰ γένῃ τοῦ ὀρθοδόξου μέρους μετὰ τοῦ αἱρετικοῦ;”. Αὐτὰ ἀναφέρονται σχετικὰ μὲ τὸν κανόνα, στὸ συνοδικὸ ὅμως κείμενο ὅλα αὐτὰ οὐσιαστικὰ ἀκυρώνονται ἄνευ οὐδεμίας δικαιολογίας[3], ἐπὶ τῇ προφάσει μιᾶς ἀσαφοῦς οἰκονομίας, ἄνευ ὄμως κανονολογικῆς θεμελίωσης καὶ ἑρμηνείας, ὅπως συμβαίνει σέ ὅλα τά κείμενα τῆς λεγομένης Συνόδου.
Τὸ χειρότερο δὲ εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ σύνοδος ἐπιτρέπει τὴ δημιουργία χάους, ἀφοῦ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐπιλέγει, ἄνευ οὐδεμίας πανορθοδόξου ὁμοφωνίας, τὸ τί θὰ πράττει. Ὁ σκοπὸς τῆς συγκεκριμένης διάταξης εἶναι σαφὴς καὶ περιγράφεται σὲ πάμπολες οἰκουμενιστικὲς διακηρύξεις ἀποδεχομένων τοῦ γεγονότος τῶν μικτῶν γάμων, ἐπὶ σκοπῷ τῆς ὑπερβάσεως τῶν “ ἱστορικῶν διαχωρισμῶν” καὶ “τῆς ἀπωλεσθείσας ἑνότητος τῆς ἀρχικῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας”, καὶ συνιστᾶ κοινὴ οίκουμενιστικὴ ἀντιμετώπιση. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε, ὃτι στὸ κείμενο τῆς κατήχησης τῆς παπικῆς έκκλησίας[4], στὸ τέλος τοῦ κεφαλαίου περὶ τοῦ γάμου στὸ ἄρθρο 1636, ἀναφέρεται ὅτι “διαμέσῳ τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου οἱ χριστιανικὲς κοινότητες, σὲ πολλὲς περιοχὲς μπόρεσαν νὰ θέσουν σὲ ἰσχὺ μία κοινὴ ποιμαντικὴ πρακτικὴ γιὰ τοὺς μικτοὺς γάμους”[5] (ἔμφαση στὸ πρωτότυπο). Στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου ὑπάρχει παραπομπὴ στὸ § 821 τὸ ὁποῖο μιλᾶ γιὰ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους οἱ παπικοὶ δύνανται νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς “διηρημένης ἐκκλησίας”. Εἶναι σαφὲς ὅτι συνδέεται τὸ θέμα τῶν μικτῶν γάμων, μὲ τοὺς νέους οἰκουμενιστικούς τρόπους ἀναζητήσεως τῆς -δῆθεν- χαμένης ἑνότητος. Στὸ § 818 ἀναφέρεται καὶ τὸ θεολογικὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων ὡς μυστηρίου τῆς “ἐκκλησίας”: εἶναι τὸ Βάπτισμα ποὺ ἔχουν δεχθεῖ, ἕκαστος στὴν ἐκκλησία του. Μὲ ἄλλα λόγια ὡς βάση εἶναι ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τὴν ὁποία υἱοθέτησε ὡς ἐπίσημη διδασκαλία της ἡ Β´ Βατικανή σύνοδος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μὲ τὴ σειρά της, θεμέλιο τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ[6]. Πράγματι ὡς παραπομπὴ τὸ § 818[7] χρησιμοποιεῖ τὸ Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ τῆς Β´ Βατικανῆς, Unitatis Redintegratio 3/a.
Τὰ παραδείγματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ ἐπισημάνσεις ποὺ γίνονται γύρω ἀπὸ τοὺς μικτοὺς γάμους στὸ ὑπ᾽ ὄψιν κείμενο μᾶς σαφηνίζουν καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο προκρίθηκε στὸ τελικὸ κείμενο τῆς Κρήτης, νὰ ἀφεθεῖ ἡ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ἀντί, ὡς ὤφειλε, νὰ ὑπάρχει μία συνολικὴ θέση ὑποχρεωτικὴ πρὸς πάντας καὶ στὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων: ἒπρεπε νὰ ἀναγκασθοῦν οἱ Ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες τὸ πνεῦμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ δὲν ἔχει ἁλώσει εἰσέτι τὰ πάντα, ν᾽ἀποδεχθοῦν τὶς ἀποφάσεις ἄλλων πιὸ “προοδευτικῶν” τοπικῶν “ἐκκλησιῶν” οἱ ὁποῖες ἔχοντας ὂντως ἰσοπεδώσει τὰ πάντα, ἐπιβάλλουν ὡς “νόμιμη” καὶ “διακριτική” καὶ τὸ κυριώτερο, ὡς “ὀρθόδοξη” τὴν πρακτική τους. Τὰ παραδείγματα ὅλα ἔρχονται ἀπό (ποῦ ἀλλοῦ;) τὶς ΗΠΑ καὶ τὴν ἐκεῖ ἑλληνικὴ Ἀρχιεπισκοπὴ καθὼς καὶ τὴν Μητροπολιτικὴ Σύνοδο τῶν Ρώσων (Πατριαρχείου Μόσχας)· ἀφ᾽ἑνὸς ἱερολογοῦνται κανονικῶς (ἤδη) ὅλοι οἱ μικτοὶ γάμοι, ἀφ᾽ἑτέρου μέσω μιᾶς κάποιας “ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας” ἀναγνωρίζονται οἱ μικτοὶ γάμοι “ὀρθοδόξου” καὶ μὴ, ποὺ ἔχουν γίνει σὲ μὴ Ὀρθόδοξες “ἐκκλησίες”! Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν πλήρη ἐμπέδωση τοῦ οἰκουμενισμοῦ στὸ τοπικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο, “κατὰ τὰς ὑποδείξεις”.
Ἔχουμε λοιπόν κήρυξη κακοδοξιῶν μέ αὐτήν τήν ἀπόφαση διότι:
α) Καταλύοντας ὅπως εἴπαμε παραπάνω ἡ σύνοδος τόν 72ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικής Συνόδου, καί ὄχι μόνον, ἀλλά καί τόν 14ο τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς, τόν ι’ καί τόν λα τῆς ἐν Λαοδικείας καί τόν κα, καί κθ κανόνα τῆς Καρθαγένης, σημαίνει στήν οὐσία κατάλυση ὁλοκλήρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατά τό γραφικό : ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. Ἰάκ. 2, 10. Πῶς λοιπόν ἀκυρώνουμε αὐτά πού τό Ἅγιον Πνεύμα ἐδογμάτισε; αὐτό ἀποτελεῖ βλασφημία κατά τῶν Πατέρων, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί φυσικά τήν ἀπόδειξη πώς μπήκαμε (κατά τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο) στήν Μεταπατερική Ἐποχῆ τῆς Ἐκκλησίας.
β) Μέ τήν ἀπόφαση αὐτή εἰσάγεται ἀκρίτως ὁ Οἰκουμενισμός μέσα στήν Οἰκογένεια, καί ἀποδομεῖται ἡ σωτηριολογική ἀποστολή τοῦ γάμου, διότι πῶς μπορεῖ νά γίνει συμβίωσει καί κατ’ ἐπέκτασιν κοινή πορεία πρός τόν Χριστό, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ ἔγγαμου βίου, ὅταν τά μέλη τῆς συζυγίας δέν πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό;
γ) Ὁ καρπός τῆς συζυγίας, τά τέκνα, ποῖον δρόμο θά ἀκολουθήσουν; τόν δρομό τῆς ἀκραιφνοῦς ὀρθοδόξου Πίστεως, ἤ τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ οἰκογενιακοῦ πρωτύπου, κατά τό ἰδεῶδες ποὺ βιωματικά καί ἐμπειρικά ζοῦν καί κινοῦνται;
δ) Γίνεται ἐν τῇ πράξει ἀποδοχή τῆς Βαπτισματικῆς Θεολογίας, διότι πῶς μποροῦμε νά εἰσάγουμε ἀβάπτιστο στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας;
καί ε) Εἰσάγει χάος στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε παραπάνω ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐπιλέγει αὐτόνομα μέ προφάσει τήν οἰκονομία τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν διάκριση πάντα πού διαθέτει ὁ ἕκαστος Ἐπίσκοπος, ἄν θά τελεῖ μικτούς γάμους.
β´. Νηστεία
Τὰ ὅσα ἤδη ἀναφέρθησαν ὡς πρὸς τὸ κείμενο τοῦ γάμου ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν περίπτωση αὐτοῦ τῆς νηστείας. Ἕως καὶ τὸ ἄρθρο 8 ἐπαινεῖται ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας, καὶ παρουσιάζονται οἱ ἀγαθοὶ καρποί της, μάλιστα κάνοντας χρήση πατερικῶν πηγῶν ὅπως τοῦ Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κ.ἄ. Καὶ ἐνῶ ὅτι ἦταν ἀναγκαῖο γιὰ τὸ ζήτημα τῆς νηστείας εἶχε ἤδη εἰπωθεῖ στὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα -ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς- θ᾽ἀνέμενε, ὁ ἔχων λογικὴν ἀναγνώστης, ὡς συμπέρασμα ἐκ τῆς “συνόδου” τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἰσχύος τῆς νηστείας κατὰ τὰ παραδεδομένα· παρὰ ταῦτα ὃμως, ὅλως ἀντιθέτως στὸ ἄρθρο 8 ἀνατρέπονται ἂρδην τὰ ἕως ἐκείνου γραφέντα! καί ἐδῶ νά κάνουμε μία παρένθεση. Αὐτή εἶναι ἡ τακτική τῶν Οἰκουμενιστῶν. Δηλαδή μαζί μέ μία ἀλήθεια λένε ἀμέσως μετά καί τό ψέμα πού ἀποδομεῖ τό Ὀρθόδοξο Δόγμα.
Συγκεκριμένα, ἀπὸ τὴν ἁπλὴ παρατήρηση ἐπὶ τοῦ γεγονότος τῆς μὴ τηρήσεως τῶν νηστειῶν, ὑπὸ τῶν συγχρόνων χλιαρῶν “χριστιανῶν”, ὁδηγούμαστε κατά “ποιμαντικὴ μέριμνα” στὴν ἀποδοχὴ τῆς περιφρονήσεως τῶν κεκανονισμένων νηστειῶν, (περὶ αὐτῶν ὁ λόγος, ὄχι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε γενικῶς περί “νηστείας”) καὶ στὴν παγίωση αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς “οἰκονομίας[8]”.
Ἐνῶ ἀρχικὰ στὸ ἄρθρο 8 γίνεται λόγος γιά “χαλάρωση” τῆς νηστείας (παρ᾽ὅτι πρόκειται κυριολεκτικά περὶ ἀκυρώσεώς της) ὑπὸ τῶν “πιστῶν”, ἀκολούθως καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μόλις γραμμὲς τὸ ξεχνᾶ καὶ ἀναφέρει ἄλλους λόγους: ἀσθενείας, στρατεύσεως, συνθηκῶν ἐργασίας, κλίματος(!) καθὼς καὶ δυσκολίας ἀνευρέσεως νηστησίμων τροφῶν(!!). Δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἡ στοιχειώδης ἐσωτερικὴ ἑνότητα στὸ κείμενο… Ἀντὶ λοιπὸν ἡ “ποιμαίνουσα” Ἐκκλησία νὰ πιέσει πρὸς ἐπίλυσιν τῶν ὅσων ἐκ τῶν ἀνωτέρω μποροῦν νὰ διευθετηθοῦν, (π.χ. στρατιωτικὴ διατροφή, συνεργασία μὲ φορεῖς τοῦ ἐμπορίου κ.λ.π.), ἀντ᾽αὐτοῦ προκρίνεται ὁ εὔκολος δρόμος τῆς κατάργησης τῆς νηστείας καὶ κατ᾽οὐσίαν τῆς ἀσκητικῆς διαγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λόγος δὲν εἶναι ἄλλος φυσικὰ ἀπὸ τὴν σύμπλευση πρὸς τοὺς ἐκκοσμικευμένους “χριστιανούς” τῆς Δύσεως “ἀδελφούς” τῶν καθ᾽ἡμᾶς οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταργήσει ὅλες τὶς ἀρχαῖες διατάξεις περὶ νηστείας. Δὲν εἶναι λοιπὸν παρὰ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ “οἰκουμενισμοῦ τῆς βάσης”, ὁ λόγος ὑπάρξεως τοῦ συγκεκριμένου κειμένου.
Ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστική τυπικότητα καὶ Κανονικότητα τῆς Συνόδου» ἔχουμε τά ἑξῆς: Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ, διὰ στόματος ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν συμμετασχόντων, μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν της (δὲν τολμήθηκε πρὶν), ἀπεκλήθη ὡς “ἡ Β´ Βατικανὴ σύνοδος” τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τὸ ἀντίστοιχο δηλαδὴ τῆς τελευταίας οἰκουμενικῆς συνόδου (21ης) τοῦ παπισμοῦ, ἡ ὁποία δημιούργησε τεράστιες ἀναταράξεις στοὺς κόλπους του, ἐπιφέροντας ἀλλαγὲς τέτοιας σημασίας[9] ὣστε νὰ χαρακτηρισθεῖ, ἐκ τῶν ἰδίων τῶν πρωταγωνιστῶν της, ὡς τέμνουσα τὴν ἱστορία τῆς “ἐκκλησίας” στὴν ἐποχὴ πρίν καὶ μετὰ τὴν σύνοδο. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐνδιαφέρον καὶ μᾶς ἀναγκάζει νὰ κάνουμε ἀναφορὰ στὴν σύνοδο τοῦ παπισμοῦ εἰναι οἱ μεθοδολογικὲς ὁμοιότητες τῆς ΑκΜΣ πρὸς αὐτὴν. Ἒτσι “γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, εἶναι εὐρέως γνωστὸ πὼς ὁ τρόπος ἐργασίας τῆς Β´ Βατικάνειας Συνόδου χρησίμευσε κατὰ κάποιον τρόπο ὡς πρότυπο γιὰ τὶς διαδικασίες αὐτὲς.”[10]. Πράγματι, ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ, οἱ Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ἡ διαρκὴς Γραμματεία γιὰ τὴν Προπαρασκευὴ τῆς Συνόδου, καθὼς τέλος ὁ τρόπος ἑτοιμασίας καὶ ἐπεξεργασίας τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣ, ΟΛΑ ἀπηχοῦν τὸ τρόπο λειτουργίας τῆς Β´ Βατικανῆς[11]
[1] Τό ὑπό τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ-Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015) ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἀγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ θέμα : «Απόφασις˙ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο», δημοσιεύθηκε, συμφώνως πρός τάς ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού πραγματοποιήθηκε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου 2016, στίς 28-1-2016 στήν ἡλεκτρονική διεύθυνση : http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo
[2] Στὰ κείμενα τῆς Κρήτης ὁ ὅρος “αἱρετικός” ἔχει πλήρως ἐξοβελισθεῖ καὶ ἀντ᾽ αὐτοῦ ἔχει εἰσαχθεῖ αὐτὸς τοῦ “ ἑτεροδόξου”.
[3] Νὰ σημειώσουμε ὃτι τὸ πρόβλημα μὲ τοὺς γάμους, δὲν εἶναι διόλου καινούργιο, ξεκινᾶ κυριολεκτικὰ μὲ τὶς ἀπαρχὲς τῆς Ἐκκλησίας.
[4] Catechism of the Catholic Church, Libreria Editrice Vaticana, 20112
[8] Νὰ σημειωθεῖ πάντως ὅτι οὐδαμοῦ χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “οἰκονομία”, καὶ τοῦτο διότι θὰ ἔπρεπε: α) νὰ ἔχουν καλῶς καθοριστεῖ τὰ ὅριά της καὶ ὁ ἀκριβὴς χαρακτῆρας της, καὶ β) νὰ ἔχει θεσμοθετηθεῖ μέσω σχετικοῦ συνοδικοῦ κανόνος.
[9] Κυρίως ἦταν ἡ ἀπόφασή της γιὰ τὴν υἱοθέτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (μέσω τοῦ συνοδικοῦ Διατάγματος Unitatis Redintegratio), ὡς μεθόδου ἑνώσεως τῶν “χριστιανῶν”, καθὼς καὶ οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς ποὺ ἐπέφερε στὴ λειτουργικὴ ζωὴ (λειτουργικὴ μεταρρύθμιση).
[10] Brun, ὃ.π. σελ. 231
[11] Ἀναλυτικὰ, Brun, .ὃ.π. σελ. 232-234
[12] Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1957, σελ. 118
[13] Ἐπ᾽αὐτοῦ σημειώνει ὁ ὃσιος Νικόδημος ὃτι τυχὸν ‟ἀσυμφωνία τινῶν Πατριαρχῶν, καὶ τὰς Οἰκουμενικὰς ποιεῖ Τοπικὰς.” ὃ.π. σελ. 119
[14] Τὸ μεγαλύτερο παράδειγμα εἶναι αὐτὸ, περὶ τῆς άποδοχής ἢ ὂχι τοῦ ἓκτου κειμένου, μὲ δογματικὸ ζητούμενο τὴν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στοὺς ἑτεροδόξους.
[15] Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, P.G. 78,685A.
[16] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Ἅπαντα», Β΄, σ. 627.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου