Ομιλία του Σαββάτου του Ακαθίστου Ύμνου 2024

 Στενός καί αἰωνόβιος ὁ δεσμός τῆς πατρίδος μας μέ τήν ὀρθόδοξη πίστη! Αὐτή ἡ πίστη ἀνέ­στη­σε ἀπό τήν στάχτη τήν Ἑλ­λά­δα, πού βρισκόταν στά σκοτάδια τῆς εἰδωλολατρίας, ρη­μα­γμένη ἀπό τήν διχό­νοια καί στερημένη ἀπό τήν ἀρχαία δόξα της. Ὅταν ταπεινωμένη καί ἐξα­θλι­ωμένη κατα­κτή­θηκε ἀπό τούς Ρωμαίους το 146 π.Χ., ὅλοι μιλοῦσαν γιά τό τέλος τῆς Ἑλ­λάδος! Πῶς ἔγινε ἡ ἀνάσταση τῆς νεκρωμένης Ἑλλάδος; Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας, πού μέ τόν λόγο του ἀνόρθωσε παραλύτους καί ἀνέ­στη­σε νεκρούς, εὐ­δό­κησε καί ἔστειλε στήν πατρίδα μας τόν ἀ­πόστολο τῶν ἐθνῶν, τόν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐ­­κεῖνος δίδαξε τήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας καί μας ἔφερε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Κήρυξε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο, πού ἐξαγγέλλει τό γεγονός τοῦ θα­νάτου καί τῆς άναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ἑλλάδα ἀποδέχθηκε τό Εὐαγγέλιο καί βίωσε ἕνα διπλό θαῦμα: Ὄχι μόνο ξανάζησε ἡ νεκρή, ἀλλά ἐπιπλέον ἀπό ἐξαθλιωμέ­νη σκλάβα βρέθηκε ἀρχόντισσα κυρίαρχη τοῦ κόσμου. Τήν τίμησε ὁ Θεός μέ εὔνοια ξε­χωριστή. Ἔντυσε μέ ἱερότητα τήν προικισμένη γλῶσσα της. Στά ἑλληνικά μεταφράστηκε ἡ Παλαιά Διαθήκη. Τήν μετάφρα­ση αὐτή υἱοθέτησε ἡ Ἐκκλησία. Στά ἑλ­ληνικά, ἐπίσης, γράφτηκαν τά βιβλία τῆς Και­νῆς Διαθήκης καί διατυπώθηκαν ἔννοιες καί ὅροι θεολογικοί. Ἀπό τήν πρώτη γνωριμία της μέ τόν Χριστό ἡ Ἑλλάδα βάδισε σφιχτοδεμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία, ἔγινε ἡ φημισμέ­νη Ρωμανία, ἡ ἔνδοξη Ρωμιοσύνη. Ἔγραψε λαμπρές σελίδες στήν ἱστορία της στηριγμένη στόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ καί στήν προστασία τῆς Παναγίας Μητέρας του, πού κατέστη ἡ κραταιά προστασία, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός τοῦ Ἔθνους μας.

Μία ἐπιπλέον μαρτυρία, ἕνα ζωντανό μνημεῖο αὐτῆς τῆς σχέσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν πίστη ἀποτελεῖ ἡ Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ἡ Ἀ­κολουθία αὐτή σχετίζεται μέ δύο γεγονότα· τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου καί τήν πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἀβάρους. ῎Ετσι συνδέεται ἡ ἱστορία τῆς πα­τρί­δος μας μέ τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἱστορία τῆς Κωνσταντι­νου­πόλεως, πρωτεύουσας τῆς Ρω­μιοσύ­νης, μέ τό μεγάλο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θε­οῦ.

Στόν καιρό τῆς δόξας της ἡ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ὀρθότερα τῆς Ρωμανίας, ἐκτεινόταν σέ Εὐρώπη καί Ἀσία. Περιλάμβανε καί τούς Ἁγίους Τόπους. Τόν 7ο αἰ. οἱ Πέρσες καταπάτησαν ἀνατολικές περιοχές τῆς αὐτοκρατορίας, εἰσέβαλαν στά ᾿Ιεροσόλυμα καί ἅρπαξαν τόν τίμιο Σταυρό, πού ἦ­ταν ὑ­ψωμένος ἐκεῖ ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας ῾Ελένης. Τόν μετέφεραν στήν πρωτεύουσά τους, τήν Κτησιφώντα. Μεγάλη συμφορά γιά τούς Ὀρθοδόξους· ὅπως ἐκείνη πού ἔζησαν οἱ ᾿Ισραηλῖτες στά χρόνια τοῦ Σαμουήλ, ὅταν ἀλλόφυλοι ἅρπαξαν τήν Κιβωτό τῆς Διαθή­κης! Καί τότε εἶχε γίνει σάλος. Κι ὅταν οἱ Ἰσραη­λῖ­τες κατώρθωσαν νά ἐπαναφέρουν στήν θέση της τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης γιόρτασαν καί πανη­γύρισαν τό γεγονός (βλ. Α´Βα κεφ. 4-6). Ὁμοίως καί ὁ αὐτοκράτορας Ἡράκλει­ος, ἐκφράζοντας τήν ἀγωνία, τόν πόνο, τήν λα­χτάρα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ, θεώρησε μεγά­λη ζημία καί ὄλεθρο τήν ἁρπαγή τοῦ Σταυροῦ. Σάν ἄλλος Μέγας ᾿Αλέ­ξανδρος, λοι­πόν, μέ μιά γενναία ἐκστρατεία διέσχισε χῶρες καί χῶρες πρός τήν ἀνατο­λή, ἔφθασε μέχρι ἔξω ἀπό τήν Κτησιφών­τα, νίκησε σέ ἀλλεπάλληλες μάχες τούς Πέρσες καί πῆρε πίσω τόν τίμιο Σταυρό (14 Σεπτεμβρίου 628).

Τόν καιρό όμως πού ὁ αὐτοκράτορας μέ τόν στρατό του ἀπουσίαζε σ᾿ αὐτήν τήν ἐκ­στρατεία, ἔγινε μία παρασπονδία. Οἱ ῎Αβαροι, ἄλλοι ἐχθροί, παραβίασαν τήν συνθήκη τους μέ τήν αὐτοκρατορία καί ἔκαναν μιά φοβερή, λυσσώδη ἐπιδρομή, γιά νά κυριεύσουν τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄ­μυ­να τῆς Πόλης ἦταν μικρή, διότι ὁ στρατός ἔλειπε. Ὁ πρωθυπουργός καί ὁ πατριάρχης Σέργιος κινητοποιήθηκαν δραστήρια γιά νά τήν σώσουν. Ὁ Ἡράκλειος, πού βρισκόταν στήν Σεβάστεια, μόλις πληροφορήθηκε τό γε­γονός, ἔστειλε δώδεκα χιλιάδες στρατό. Ὁ πατριάρχης κάλεσε τούς πιστούς νά πέσουν στά γόνατα, στήν προσευχή, νά ζητήσουν τήν βοήθεια τῆς Παναγίας. Περιέφερε τήν εἰκόνα της στά τείχη, γιά νά ἐμψυχώσει τούς λιγοστούς ὑπερασπιστές τῆς Πόλης. Καί τό μεγάλο θαῦμα ἔγινε! Τό ὁμολόγησαν οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί, τό κατέγραψαν οἱ ἱστορικοί: Ἡ πολιοῦχος τῆς Πόλης, Παναγία, ἀναδείχθηκε «ὑπέρμαχος Στρατηγός» καί τήν ἔ­σωσε. Ἀσφάλισε τά φρούρια στήν στεριά, καί στήν θάλασσα σήκωσε ἀνεμοστρόβιλο καί τρικυμία, ὥστε νά καταποντισθοῦν τά καράβια καί οἱ ἐχθροί νά κατατροπωθοῦν τήν νύχτα τῆς 7ης Αὐγούστου τοῦ ἔτους 626. Μετά ἀπό τήν θαυμαστή σωτηρία, ὅλοι οἱ πιστοί συγκεντρώθηκαν στόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν καί μέ δάκρυα ἀνέπεμψαν τήν ὁλόθερμη εὐχαριστία τους στήν ὑπεραγία Θεοτόκο, πού τούς χάρισε τήν νίκη. Ἔψαλαν τό Κοντάκιο τῶν Χαιρετισμῶν· δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη οἱ παρακλητικοί κανόνες. Ἐπειδή μάλιστα, ὅ­πως ἐξηγεῖ τό Συναξάρι τοῦ Σαββάτου τῆς Ε´ Ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν, «ὀρθοστάδην (δηλαδή, ἱστάμενος ὄρθιος) τότε πᾶς ὁ λαός» ἔψαλε τόν Ὕμνο πρός τήν Θεοτόκο. Γι’ αυτό και ὀνομάστηκε Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος συνδέεται μέ τήν ἑ­ορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅπως προαναφέρ­θηκε, ἐξυμνεῖ τήν σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καί ψάλ­λεται κατά τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μία εὔ­λο­γη ἐξήγηση γι’ αυτό εἶναι ἡ ἑ­ξῆς: Ἡ μεγάλη ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου ἑορτάζεται πάντοτε, ὅπως γνωρίζουμε, κατά τήν Μ. Τεσσαρακοστή, καί λόγῳ τοῦ πένθιμου χαρακτῆρος τῆς περιόδου στερεῖται προεορτίων καί μεθεορτίων. Τήν ἔλλειψη αὐτή καλύπτει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος.

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, αὐτό τό ἀριστούργημα τῆς βυζαντινῆς ὑμνογραφίας, ψάλλεται ἐδῶ καί δεκατρεῖς αἰῶνες ἐπίσημα καί πανηγυρικά στούς ναούς μας καί πληρώνει τίς καρδιές τῶν πιστῶν μέ εὐφροσύνη καί κατάνυξη. Πολλοί χριστιανοί τόν ἔχουν ἐντάξει στήν καθημερινή τους προσευχή, ἀπαγγέλλουν καθημε­ρινά τούς Χαιρετισμούς, κι αυτό καθίσταται ως ένα βάλσαμο στην ψυχή τους, μία παρηγοριά στις θλίψεις και τις στεναχωρίες της ζωής δίνοντάς τους την ελπίδα της σωτηρίας. Κανένα ἄλλο κείμενο δέν χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ ὅσο αὐτό, γιά νά ἐκ­φράσει τά ἐγκώ­μια, τήν δοξολογία καί τήν δέησή μας πρός τήν μητέρα τοῦ Κυρίου μας.

 

Αγαπητοί αδελφοί, οφείλουμε πράγματι μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὴν Παναγία Μητέρα μας, διότι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ γεννήθηκε μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου βιοτῆς της ἀπετέλεσε τὴν «λαμπάδα τοῦ φωτός», τὸν «φαεινὸ ἀστέρα» ποὺ ἦταν μονίμως προσανατολισμένος πρὸς τὴν πηγὴ τοῦ φωτός, τὸν ἄδυτο Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης. Ἔτσι, καταυγαζομένη ἀπὸ τὶς θεϊκές Του ἀκτῖνες, ἔλαμπε μέσα στὸν κόσμο μὲ τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας της, τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της, τὴν καθαρότητα τοῦ πνεύματός της ἀλλὰ καὶ τὴν ἐνάρετη πολιτεία της.

Κυρίως, ὅμως, ἀξίζει νὰ τιμᾶμε τὴν Παναγία μας, γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε προπαρασκευάσει τὸν ἑαυτό της, ὥστε νὰ γίνῃ τὸ «ὄχημα τοῦ Λόγου», χωρὶς μάλιστα ἡ ἴδια νὰ γνωρίζῃ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ! Ἡ Παναγία, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ὅταν ὁ Ἄγγελος τῆς ἔφερε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα ὅτι θὰ γεννήσῃ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, οὔτε στιγμὴ δὲν ἀμφέβαλε γιὰ τὴν ἴδια, ἐὰν δηλαδὴ ἦταν ἄξια γιὰ κάτι τέτοιο, ἁπλῶς ἀποροῦσε πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ξεπεραστοῦν οἱ ὄροι τῆς φύσεως καὶ νὰ τεκνοποιήσῃ μιὰ «ἀπείρανδρος κόρη». Γι’ αὐτό, ὅταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ὅτι «ὁ ἀνερμήνευτος τόκος» ἦταν ἔργο τοῦ Ὑψίστου καὶ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔδωσε ἀμέσως τὴν συγκατάθεσή της, σὰν ἕτοιμη ἀπὸ παλιά!

Ἔτσι ἔγινε ἡ 15χρονη κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἡ ταπεινὴ Μαριάμ, τὸ εὐρύχωρο «παλάτι» τοῦ Θεοῦ, «ἡ πόλις τοῦ Παμβασιλέως». Ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ συνεισφορά της, καὶ στὸ πρόσωπό της ἡ συνεισφορὰ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ἡ εὐσεβὴς κόρη ἀγωνιζόταν καὶ παρέμενε μὲ τὴν θέλησή της ἁγνή, ὥστε νὰ γίνεται δεκτικὴ τῆς θείας χάριτος καὶ νὰ συνεχίζῃ νὰ διατηρῆται καθαρή· διότι βεβαίως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ σὲ ἀκάθαρτο σκεῦος, ἀλλὰ χρειάζεται πρῶτα ὁ καθαρισμός του.

Ἔτσι, ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ Πανάγιος Κύριος κατοίκησε στὴν Παναγία «πόλη». Ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι Πατέρες τονίζουν μὲ ἔμφαση τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Παναγία κατέστη «χαριτωμένη» πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸν Εὐαγγελισμό. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, γιὰ νὰ δείξῃ πόσο πολὺ εὐηρέστησε ἡ χαριτωμένη κόρη Μαρία, ἡ μετέπειτα Θεοτόκος, πρὸς τὸν Κύριο, μὲ τὸν ἐνάρετο βίο της καὶ τὴν θεάρεστη πολιτεία της, ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι «ὅλες οἱ κακίες τῶν κτισμάτων, συγκρινόμενες μὲ τὸ πλήρωμα τῆς ἁγιότητος τῆς Θεοτόκου, δὲν ἠδύναντο νὰ λυπήσουν τὸν Θεόν, διότι μόνη ἐκείνη ἦταν ἱκανὴ νὰ τὸν εὐχαριστήσῃ κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, διότι μόνη ἐκείνη ἐστάθη χωρητικὴ καὶ δεκτικὴ ὅλων τῶν φυσικῶν, προαιρετικῶν καὶ ὑπερφυσικῶν χαρισμάτων, ποὺ ὁ Θεὸς διεμοίρασε σὲ ὅλην τὴν κτίσιν».

«Ὅπως τὸ περιβόλι», συνεχίζει ὁ Ἅγιος, «γίνεται γιὰ νὰ φυτευθῆ τὸ δένδρον, καὶ πάλιν τὸ δένδρον φυτεύεται διὰ τὸν καρπόν, τοιουτοτρόπως ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος ἔγινε διὰ τὴν Θεοτόκον καὶ ἡ Θεοτόκος ἔγινε διὰ τὸν Χριστόν».

Ἐὰν λοιπὸν οἱ Πατέρες μας ἀποδίδουν τέτοια τιμὴ στὴν Παναγία μας, ἐμεῖς νὰ μὴν τὴν τιμήσωμε δεόντως; Ὄχι ἀσφαλῶς μὲ λόγια, διότι αὐτὰ δὲν ἐπαρκοῦν νὰ ἐξυμνήσουν τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν δόξα της, ἀλλὰ μὲ ἔργα. Πῶς ἀκριβῶς; Μὲ τὸν τρόπο ποὺ μᾶς ἔξειξε Ἐκείνη: καθαρίζοντας τὸ σῶμα μας μὲ τὴν νηστεία, ἁγνίζοντας τὸ πνεῦμα μας μὲ τὴν προσευχή, καλλιεργῶντας τὸν κῆπο τῆς ψυχῆς μας μὲ τὶς ἀρετές, καθιστῶντας ἔτσι ὅλη μας τὴν ὕπαρξη ἱκανὴ νὰ κατοικήσῃ μέσα της ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως ὁ Θεὸς ἔφτιαξε τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ μᾶς προσφέρῃ ὅλα τὰ ἀγαθά, ὅπως ἡ Παναγία ἔγινε ὁ «ἔμψυχος Παράδεισος», γιὰ νὰ στεγάσῃ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ἔγινε «ἡ πόλις», ὅπου κατοίκησε ὁ πολίτης τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ Χριστός, ἔτσι ἂς θελήσωμε καὶ ἐμεῖς νὰ καταστήσουμε τὴν καρδιά μας «πόλη τοῦ Θεοῦ» καὶ τὴν ζωή μας ἕναν ἐπίγειο Παράδεισο, ποὺ θὰ μᾶς ἀνοίξουν τὸν δρόμο γιὰ τὴν οὐράνια πόλη καὶ τὸν αἰώνιο Παράδεισο.

Γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε, λοιπόν, αυτό, ἂς ἐναποθέσουμε «τὴν πᾶσαν ἐλπίδα» μας στὴν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε καὶ δική μας Μητέρα ἀλλὰ καὶ Ὑπέρμαχος Στρατηγός μας. Αὐτὴ εἶναι τὸ τεῖχος καὶ τὸ ὀχύρωμά μας, ἡ προστασία μας ἀπὸ κάθε ἐχθρικὴ ἐπιβουλὴ καὶ κάθε ἄλλη συμφορὰ της ζωής μας.

Ἂς πιαστοῦμε ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Παναγίας μας καὶ ἐκείνη θὰ μᾶς ὁδηγήσῃ μὲ ἀσφάλεια στὸν λιμένα τῆς σωτηρίας, τὸν Χριστό, καὶ στὴν οὐράνια βασιλεία Του, ποὺ εἴθε ὅλοι ἀγωνιζόμενοι νὰ ἀποκτήσωμε μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Μητρός Του. Γένοιτο!


ΤΟΥ Π. ΘΕΟΔΩΡΟΥ 


ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ 

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΛΑΡΙΣΗΣ & ΤΥΡΝΑΒΟΥ 

ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ 9 

Eὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Λαρίσης & Τυρνάβου κ. Ἀμφιλοχίου



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις