Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ! ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ!

 Τὰ τελευταῖα χρόνια, ὁ ὅρος «ἀνεξαρτησία» ἐμφανίζεται ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ στὸν δημόσιο λόγο — γιὰ παράδειγμα, οἰκονομικὴ ἀνεξαρτησία ἢ τεχνολογικὴ ἀνεξαρτησία. Ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς φιλοσοφικῆς ἀνεξαρτησίας ἢ κυριαρχίας; Καὶ διαθέτει ἡ Ρωσία τέτοια κυριαρχία; 

Κάθε πολιτισμός, χωρὶς ἐξαίρεση, διαθέτει ἕνα εἶδος κυριαρχίας — πνευματικῆς, φιλοσοφικῆς, ἀκόμη καὶ θεολογικῆς. Ὁ πολιτισμὸς εἶναι κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ μιὰ χώρα. Ἕνα συγκεκριμένο κράτος μπορεῖ νὰ στερεῖται φιλοσοφικῆς κυριαρχίας, ἀλλὰ ἕνας πολιτισμὸς πρέπει νὰ τὴν ἔχει. 

Σήμερα, εἴμαστε ὅλο καὶ πιὸ πεπεισμένοι ὅτι ἡ Ρωσία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κράτος, ἀλλὰ ἕνας πολιτισμός-κράτος — ὁ ρωσικὸς κόσμος ἔχει τὴ δική του οὐσία καὶ αὐτονομία, ἕνα κέντρο μέσα του, καὶ δὲν λειτουργεῖ ὡς παράρτημα κάτι ἄλλου. Δὲν εἴμαστε συνέχεια τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Ἑπομένως, τὸ ζήτημα τῆς φιλοσοφικῆς κυριαρχίας ἔχει πλέον προτεραιότητα. 

Ὁ Χέγκελ εἶπε κάποτε ὅτι κανένα κράτος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μεγάλο χωρὶς μιὰ μεγάλη φιλοσοφία — καὶ αὐτὸ εἶναι θεμελιωδῶς ἀληθές. Γιὰ παράδειγμα, τὴ δημιουργία τῆς Γερμανικῆς Αὐτοκρατορίας τὸν 19ο αἰῶνα ὑπὸ τὸν Μπίσμαρκ καὶ τοὺς Χοεντσόλερν προηγήθηκε τὸ ἔργο του Φίχτε καὶ τοῦ Χέγκελ, οἱ ὁποῖοι δημιούργησαν μιὰ μεγάλη φιλοσοφία γιὰ μιὰ μεγάλη χώρα. Μιὰ τέτοια ἀκολουθία δὲν εἶναι ὑποχρεωτική, ἀλλὰ σὲ κάποιο σημεῖο ἕνα μεγάλο κράτος καὶ ἡ κυρίαρχη φιλοσοφία του πρέπει νὰ συγκλίνουν. 

Τώρα ἔχει ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ Ρωσία ἔχει ζωτικὴ ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική της κυρίαρχη φιλοσοφία. Αὐτὸ δὲν εἶναι θέμα ἐπιλογῆς. Εἶναι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη. Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ βασίζεται ἀποκλειστικὰ στὴν τεχνολογική, πολιτικὴ ἢ οἰκονομικὴ κυριαρχία. Ἡ ἀληθινὴ πολιτισμικὴ κυριαρχία εἶναι, πάνω ἀπ' ὅλα, φιλοσοφική, πνευματικὴ καὶ πνευματικὴ κυριαρχία. 

Ἔχουμε σχεδὸν ξεχάσει λέξεις ὅπως πνεῦμα, φιλοσοφία καὶ θεολογία, θεωρῶντας τις ὡς κάτι ἄσχετο. Ὡστόσο, αὐτὲς εἶναι οἱ θεμελιώδεις παραδείγματα, οἱ βασικοὶ κώδικες κάθε πολιτισμοῦ. Ἔτσι, ἡ κυρίαρχη φιλοσοφία εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τοῦ πολιτισμικοῦ μας κώδικα. Καὶ μόνο οἱ φιλόσοφοι μποροῦν νὰ ἀποκαλύψουν, νὰ περιγράψουν, νὰ δικαιολογήσουν καί, τελικά, νὰ δημιουργήσουν αὐτὸν τὸν κυρίαρχο κώδικα. 

Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, τὸ ζήτημα τῆς κυρίαρχης φιλοσοφίας βρίσκεται πλέον σὲ ἔντονη ἀναζήτηση. Ἡ Ρωσία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κυρίαρχη ὡς πολιτισμός-κράτος ἂν δὲν διαθέτει τὴ δική της ἀνεξάρτητη φιλοσοφία. 

Ἄρα, ὅπως καταλαβαίνω, δὲν ἔχουμε ἀκόμη μιὰ κυρίαρχη φιλοσοφία; 

Τὸ νὰ ποῦμε ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου θὰ ἦταν σὰν νὰ ἀρνούμαστε τὸν ἑαυτό μας, γιατί ἡ φιλοσοφία δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργηθεῖ τεχνητὰ — εἶναι μιὰ ζωντανὴ παράδοση. Ἔχουμε μιὰ κυρίαρχη φιλοσοφία, ἀλλὰ παραμένει ἀδρανὴς καὶ ἀνενεργή. Βασίζεται σὲ ἀρχὲς ποὺ ἤδη ὑπάρχουν στὴν κοινωνία μᾶς — πάνω ἀπ' ὅλα, στὴν ὀρθόδοξη κουλτούρα καὶ τὴν πίστη στὴν ὀρθόδοξη θρησκεία. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ρωσικὴ κυρίαρχη φιλοσοφία ποὺ νὰ μὴν εἶναι ὀρθόδοξη στὴν οὐσία της. 

Γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες, ἡ Ρωσία βρισκόταν ὑπὸ τὴν καθοριστικὴ ἐπιρροὴ τῆς δυτικῆς φιλοσοφικῆς σκέψης. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς μοναδικότητας τοῦ πολιτισμοῦ μας — ὅπως στὴν περίπτωση τῶν σλαβόφιλων, τῶν εὐρασιατιστὼν καὶ ἄλλων πνευματικῶν σχολῶν — ἀπαιτεῖ μιὰ νέα αἰτιολόγηση, μιὰ ἀναγέννηση τοῦ ἀνεξάρτητου ὀρθόδοξου τρόπου σκέψης μας. Πρέπει νὰ ἀποκαταστήσουμε τὴν πληρότητα καὶ τὸν πλοῦτο τῆς ὀρθόδοξης σκέψης ποὺ ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο μας. Δὲν μποροῦμε νὰ τὴν ἀντικαταστήσουμε μὲ ἕνα ὑποκατάστατο ἢ νὰ παραμείνουμε στὴν τροχιὰ τοῦ δυτικοευρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει φτάσει σὲ τερατώδη ἄκρα καὶ ἔχει πλέον γίνει ἀνοιχτὰ ἐχθρικὸς πρὸς ἐμᾶς. Ὡς ἐκ τούτου, πρέπει νὰ ἐπιβεβαιώσουμε τὴν ἰδιαιτερότητά μας — ὄχι ὡς κάτι ποὺ ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ ὡς κάτι ποὺ ἔχει τὶς ρίζες του στὴ συνέχεια τῆς πολιτισμικῆς μας πορείας καὶ ἱστορίας. 

Γιὰ αὐτό, πρέπει νὰ στραφοῦμε στὶς πηγὲς — στὴν ἑλληνικὴ καὶ βυζαντινὴ ὀρθοδοξία, στὸν θησαυρὸ τῆς ὀρθόδοξης σκέψης ἀπὸ τὸν Ἰουστῖνο τὸν Φιλόσοφο καὶ τοὺς Πατέρες της Καππαδοκίας, στὴν Ἀλεξανδρινὴ Σχολή, τὸν Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, τὸν Συμεῶν τὸν Νέο Θεολόγο καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸν θησαυρὸ τῆς αὐθεντικῆς χριστιανικῆς σκέψης, ὁ ὁποῖος δὲν πρέπει ἁπλῶς νὰ μελετηθεῖ, ἀλλὰ νὰ ἐπανενεργοποιηθεῖ: πρέπει νὰ κατανοήσουμε τὴ δομή του καὶ νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε ὡς ἕνα λειτουργικὸ σύστημα ἢ κώδικα ποὺ ὑποκρύπτει τὴν ἱστορική μας αὐτοσυνείδηση. 

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνα, ὑποστήκαμε μιὰ πνευματικὴ καταστροφή: μιὰ ὁλόκληρη χιλιετία φιλοσοφικῆς ἱστορίας διαγράφηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὸ ὑποκατάστατο τῆς μαρξιστικῆς σκέψης. Ἴσως ὁ μαρξισμὸς περιεῖχε κάποια πολύτιμα στοιχεῖα ποὺ ἀντανακλοῦσαν ἔμμεσα πτυχὲς τῆς ταυτότητάς μας. Ἀλλὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ μιλᾶμε γιὰ κυριαρχία βασισμένη σὲ μιὰ δοξασία ποὺ διαμορφώθηκε σὲ ἐντελῶς διαφορετικὲς συνθῆκες — μιὰ δοξασία ποὺ ἀγκάλιαζε τὸν οἰκουμενισμὸ τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ, στὸν ὁποῖο ἐμεῖς εἴχαμε περιθωριοποιηθεῖ. Κατὰ τὴ σοβιετικὴ περίοδο, διαθέταμε πολιτικὴ καὶ ἰδεολογικὴ κυριαρχία, ἀλλὰ ὄχι φιλοσοφικὴ κυριαρχία. 

Στὴ συνέχεια, στὴ δεκαετία τοῦ 1990, χάσαμε ἐντελῶς κάθε μορφὴ κυριαρχίας, κάτι ποὺ εἶχε τραγικὲς ἐπιπτώσεις στὴ ρωσικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη. Ἂν συνδυάσουμε ἕναν αἰῶνα κομμουνιστικῆς ἰδεολογίας μὲ τὴν παρακμὴ καὶ τὴν κρίση τοῦ φιλελευθερισμοῦ τῆς δεκαετίας τοῦ 1990, γίνεται σαφὲς πόσο μακριὰ ἔχουμε ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐπιτυγχάνει ἡ ρωσικὴ φιλοσοφία τὸν 19ο αἰῶνα — καὶ πόσο ἐξακολουθοῦμε νὰ παραμένουμε παγιδευμένοι σὲ αὐτὴ τὴ φιλοσοφικὴ παύση. Ἔχουν γίνει προσπάθειες — κατὰ τὴ σοβιετικὴ ἐποχή, μεταξὺ τῶν ἐξόριστων καὶ τὶς τελευταῖες δεκαετίες — ἀλλὰ ἡ ρήξη παραμένει. 

Σήμερα, τὸ κίνημα πρὸς τὴν κυρίαρχη φιλοσοφία ἀντιμετωπίζει ἀντίσταση ἀπὸ τὰ ἰνστιτοῦτα καὶ τὰ πανεπιστημιακὰ τμήματα φιλοσοφίας, τὰ ὁποῖα δὲν ἀνταποκρίνονται στὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας. Συνεχίζουν μιὰ ἀδρανῆ διαδικασία ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ οὐσιαστικὸ καθῆκον — τὴν οἰκοδόμηση τῆς κυρίαρχης φιλοσοφίας. Καὶ χωρὶς αὐτήν, δὲν θὰ ἔχουμε ἀνεξαρτησία — τεχνολογική, οἰκονομικὴ ἢ πολιτική. Οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴ δημιουργία της ὑπάρχουν καὶ ἡ ἀνάγκη εἶναι ἐπείγουσα. Ὡστόσο, οἱ ὑπάρχουσες θεσμοὶ εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλοι γιὰ τὸ ἔργο αὐτό. 

Φυσικά, κάποιος μπορεῖ νὰ ρωτήσει: μπορεῖ ἡ φιλοσοφία νὰ θεσμοθετηθεῖ; Λέγεται ὅτι «ὅταν ἐμφανίζονται οἱ φιλόσοφοι, ἐμφανίζεται καὶ ἡ φιλοσοφία. Ὅταν δὲν ἐμφανίζονται, κανένας ἀξιωματοῦχος δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς ἀντικαταστήσει». 

Μπορεῖ ἕνας φιλόσοφος νὰ ἐκπαιδευτεῖ μέσα στὴν κοινωνία, ὅπως ἐκπαιδεύεται ἕνας φυσικὸς ἢ ἕνας μαθηματικός; 

Ὁ Πλάτωνας πίστευε ὅτι αὐτὸ εἶναι δυνατὸ καὶ ὅτι ἡ εὐθύνη γιὰ τὴν καλλιέργεια τῶν φιλοσόφων ἀνήκει στὸ κράτος. Τὸ κράτος πρέπει νὰ τοὺς ἀνυψώσει στὰ ὕψη τῆς στοχαστικῆς σκέψης. Δεδομένου ὅτι τὸ κράτος παρέχει στὸν φιλόσοφο αὐτὴ τὴν εὐκαιρία, ὁ φιλόσοφος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ προσφέρει στὴν κοινωνία τοὺς καλύτερους νόμους καὶ ἰδέες. Ἂν ὁ φιλόσοφος ξεκινήσει μόνος του ἕνα μεταφυσικὸ ταξίδι, μπορεῖ νὰ μὴν ἐπιστρέψει ποτὲ — γιατί νὰ ἐπιστρέψει στὴ λάσπη τῶν ἐγκόσμιων καὶ τεχνικῶν βαρῶν; Ἀλλὰ ἂν τὸν στείλει τὸ κράτος, γίνεται καθῆκον του νὰ ἐπιστρέψει μὲ τὶς γνώσεις ποὺ ἔχει ἀποκτήσει. 

Ὁ Ἀριστοτέλης συμμεριζόταν αὐτὴ τὴν ἄποψη: ἕνας φιλόσοφος μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διαμορφωθεῖ σκόπιμα. Ὡστόσο, τὸ κράτος, καλλιεργῶντας ἕναν φιλόσοφο, δὲν μπορεῖ νὰ προκαθορίσει τὸ περιεχόμενο τῶν ἀληθειῶν ποὺ θὰ ἀνακαλύψει. Ἐδῶ βρίσκεται ὁ κίνδυνος: ὁ φιλόσοφος, ποὺ ἔχει ἐκπαιδευτεῖ ἀπὸ τὸ κράτος, μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ δηλώσει: «Ὅλα ἐδῶ εἶναι λάθος». 

Ἄρα ἡ σχέση του φιλόσοφου μὲ τὸ κράτος μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ριζικά; 

Σκεφτεῖτε τὸν Σωκράτη. Ἀνέβηκε στὴν ἀλήθεια, ἐπέστρεψε γιὰ νὰ τὴ μοιραστεῖ μὲ τὴν κοινωνία καὶ σκοτώθηκε ἀπὸ μιὰ κοινωνία ποὺ δὲν ἦταν προετοιμασμένη γιὰ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια. Ἕνας ἀληθινὸς φιλόσοφος, ποὺ ἀποκαλύπτει στὴν κοινωνία τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό της, φέρει πάντα κάτι ἀπὸ τὸν Χριστό – τὸν μάρτυρα καὶ τὴ θυσία. 

Ἑπομένως, ὁ φιλόσοφος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπηρετήσει τὸ κράτος. Ὑπηρετεῖ τὴν ἀνθρωπότητα καὶ τὴν ἀλήθεια. Ὡστόσο, τὸ κράτος ἔχει ἐπείγουσα ἀνάγκη ἀπὸ τέτοιους ὑπηρέτες τῆς ἀλήθειας, ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μάρτυρες καὶ ἁγίους. Ἀλλὰ τὸ κράτος πρέπει νὰ τολμήσει νὰ ἀναδείξει φιλοσόφους, γνωρίζοντας ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει τὸ μυαλό τους. Ἀντίθετα, ὁ φιλόσοφος ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴ στοχαστική του κατάσταση θὰ κρίνει ὁ ἴδιος τί εἶναι καλὸ καὶ τί κακὸ στὸ κράτος — στὸ ὑψηλότερο ἐπίπεδο. Δὲν θὰ ἀνατρέψει τὴν ἐξουσία, ἀλλὰ θὰ διαδραματίσει ἕναν ρόλο παρόμοιο μὲ αὐτόν του Μέρλιν στὸ πλευρὸ τοῦ Βασιλιᾶ Ἀρθούρου ἢ ἑνὸς πατριάρχη στὸ πλευρὸ ἑνὸς αὐτοκράτορα. Ἡ φιλοσοφικὴ σφαῖρα εἶναι ἕνας μοναδικὸς τομέας ἐντὸς τοῦ πολιτικοῦ συστήματος — δὲν διεκδικεῖ ἐξουσία, ἀλλὰ διεκδικεῖ τὴν ἀλήθεια. 

Ἂν ἡ ἐξουσία ἐπιθυμεῖ νὰ κυβερνᾶ σύμφωνα μὲ τὴν ἀλήθεια, πρέπει νὰ ἀκούει τὸν φιλόσοφο. Ἂν οἱ στόχοι της περιορίζονται στὴ βία ἢ στὸ προσωπικὸ συμφέρον, δὲν ἔχει καμία ἀνάγκη ἀπὸ αὐτόν. Ὡστόσο, ἂν τὸ κράτος φιλοδοξεῖ νὰ εἶναι ἕνα κράτος-πολιτισμός, οἱ φιλόσοφοι πρέπει νὰ κατέχουν μιὰ ὑψηλὴ καὶ ἰδιαίτερη θέση μέσα σὲ αὐτό. Αὐτὸ ἐνέχει πάντα κίνδυνο, καθὼς ἕνας ἀληθινὸς φιλόσοφος δὲν μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ. Ἕνας ἐλεγχόμενος φιλόσοφος παύει νὰ εἶναι φιλόσοφος — γίνεται προπαγανδιστὴς ἢ ἰδεολόγος. Ὁ φιλόσοφος δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ διακηρύσσει ὅ,τι εὐχαριστεῖ τὸν πρίγκιπα· μᾶλλον, εἶναι ὁ πρίγκιπας ποὺ διατυπώνει τὰ διατάγματά του σύμφωνα μὲ ὁρισμένες φιλοσοφικὲς ἀντιλήψεις. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ καλλιέργεια ἑνὸς φιλόσοφου εἶναι μιὰ ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση. 

Τὰ φιλοσοφικά μας ἱδρύματα τὰ τελευταῖα ἑκατὸ χρόνια ἔχουν ἁπλῶς ὑπηρετήσει τὴν ἐξουσία καὶ τὴν κυρίαρχη ἰδεολογία — πρῶτα τὴ σοβιετική, μετὰ τὴ φιλελεύθερη. Σήμερα, καμία ἀπὸ τὶς δύο ἰδεολογίες δὲν ὑπάρχει πιά, καὶ αὐτὰ τὰ ἱδρύματα ἐπιμένουν ἀπὸ ἀδράνεια. Καὶ ἀκριβῶς τώρα, καθὼς ἡ ἐπείγουσα ἀνάγκη γιὰ πολιτισμικὴ φιλοσοφικὴ κυριαρχία ἐμφανίζεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, ἀπαιτεῖται μιὰ βαθιὰ μεταρρύθμιση αὐτῶν τῶν ἱδρυμάτων. Πρέπει νὰ χτίσουμε μονοπάτια ποὺ θὰ ἐπιτρέψουν σὲ ἐπιλεγμένα ἄτομα ἀπὸ τὸν λαό μας νὰ ἀνέβουν πρὸς τὴ στοχαστικὴ σκέψη. Αὐτὸ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἐξασφαλιστεῖ. 

Πρὸς τὸ παρόν, ὡστόσο, οἱ θεσμοί μας παραμένουν αἰχμάλωτοι τῆς ἀδράνειας τῆς ξένης ἰδεολογίας καὶ τῶν ἐγκόσμιων ἀνησυχιῶν. Θεσμικά, δὲν εἴμαστε καθόλου κοντὰ στὴ δημιουργία μιᾶς κυρίαρχης φιλοσοφίας. Ἴσως ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοὐλάχιστον ἑνὸς ἀληθινοῦ φιλόσοφου. Μαζὶ μὲ τὸ κράτος, ἕνα τέτοιο ἄτομο θὰ μποροῦσε νὰ δημιουργήσει ἕναν αὐθεντικὸ φιλοσοφικὸ θεσμὸ καὶ νὰ καθιερώσει μιὰ ἐκπαίδευση ἱκανὴ νὰ ἀναγνωρίζει ὅσους ἔχουν κλίση, νὰ τοὺς βοηθᾶ νὰ ἀναπτυχθοῦν καὶ νὰ τοὺς προετοιμάζει γιὰ αὐτὸ τὸ μονοπάτι. 

Οἱ φιλόσοφοι δὲν μποροῦν νὰ ἐκπαιδευτοῦν ὅπως οἱ τεχνικοὶ εἰδικοί. Ὡστόσο, μποροῦμε νὰ δημιουργήσουμε τὶς συνθῆκες — πνευματικὲς ὀάσεις μὲ τὴ μορφὴ ἰνστιτούτων, τμημάτων, ἀκόμη καὶ φιλοσοφικῶν κύκλων. 

Ἐὰν ἀπαιτοῦνται ὁρισμένες προϋποθέσεις γιὰ τὴ γέννηση ἑνὸς φιλόσοφου, τότε ποιός εἶναι ὁ ρόλος τῶν ἐπιστημονικῶν ἱδρυμάτων ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ἀσχολοῦνται μὲ τὴ φιλοσοφία; 

Γιὰ νὰ ὑπάρχει φιλοσοφία, πρέπει νὰ ὑπάρχει τοὐλάχιστον ἕνας γνήσιος φιλόσοφος. Ἐὰν ὑπάρχουν δύο, ὑπέροχα. Τρεῖς, ἀκόμα καλύτερα. Γύρω ἀπὸ τὴν αὐθεντικὴ φιλοσοφία, αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητη οὐσία, μποροῦν τότε νὰ χτιστοῦν ἱδρύματα. Θὰ ἐμφανιστοῦν μαθητές, ὀπαδοί, ἀκόμη καὶ ἀντίπαλοι. Πᾶρτε γιὰ παράδειγμα τὸν Ἀριστοτέλη: συνέχισε τὴ γραμμὴ τοῦ Πλάτωνα, ἐνῷ ταυτόχρονα δημιούργησε τὸ δικό του μοντέλο. Αὐτὸ ἰσχύει μόνο γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς φιλοσόφους — ὅπως ὁ Πλάτωνας. Ἀκόμα καὶ ὅταν τὸν ἀπορρίπτει κανείς, παράγει κάτι σημαντικὸ καὶ λογικό. 

Ἄν, ὡστόσο, μιλᾶμε γιὰ γραφειοκράτες στὴ φιλοσοφία, δὲν ἔχει σημασία ἂν ἀποδέχεστε ἢ ἀπορρίπτετε τὶς ἰδέες τους — ἁπλᾶ δὲν ὑπάρχει τίποτα νὰ ἀναπτύξετε ἢ νὰ ἀντικρούσετε. Ἔτσι, ἡ ἀρχικὴ ζύμη — ἡ γέννηση ἑνὸς φιλόσοφου — εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση. Ὅταν ἐμφανίζεται ἕνα τέτοιο ἄτομο, τὸ κράτος, ἂν ἐπιθυμεῖ πραγματικὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν κυριαρχία του, πρέπει νὰ βοηθήσει στὴ δημιουργία γύρω του μιᾶς ἀτμόσφαιρας ποὺ θὰ εὐνοεῖ τὴν ἐμφάνιση μιᾶς σχολῆς. Μόνο τότε ἕνα ἵδρυμα μὲ ἐπί κεφαλῆς ἕναν φιλόσοφο θὰ γίνει μιὰ γνήσια σχολὴ φιλοσοφίας. 

Γιατί μέσα σὲ ἕναν φιλόσοφο ζεῖ ἡ εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ δεῖ στοὺς ἄλλους. Μπορεῖ νὰ διακρίνει: αὐτὸς εἶναι φιλόσοφος, ἐκεῖνος εἶναι γραφειοκράτης. Ὡστόσο, ὑπάρχει θέση καὶ γιὰ τοὺς γραφειοκράτες — μποροῦν νὰ προετοιμάζουν βοηθητικὸ ὑλικὸ ἢ νὰ μελετοῦν τὶς τεχνικὲς πτυχὲς μιᾶς συγκεκριμένης φιλοσοφικῆς σχολῆς. Ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται στὴ φιλοσοφία χωρὶς νὰ εἶναι φιλόσοφοι μποροῦν νὰ ἔχουν μιὰ λειτουργία μέσα στὴν εὐρύτερη διαδικασία. Ἕνας ἀληθινὸς φιλόσοφος θὰ ἀναδιοργανώσει τὰ πάντα, ὥστε ὁ καθένας νὰ βρεῖ τὴ σωστή του θέση. Ἀλλὰ ἂν στὴν κορυφὴ βρίσκεται ἕνα ὁμοίωμα, ὅλα θὰ εἶναι μάταια. Οἱ θεσμοὶ δὲν θὰ μεταδώσουν τίποτα στὴν κοινωνία καὶ ἡ ζωντανὴ φιλοσοφία θὰ ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἀπομίμησή της — κάτι πού, δυστυχῶς, βλέπουμε σήμερα. 

Ἄρα ὁ φιλόσοφος πρέπει ἀπαραίτητα νὰ εἶναι ζωντανὸς ἄνθρωπος, σύγχρονος; Οἱ ὑπάρχουσες θεσμοὶ καὶ οἱ μελετητὲς εἶναι ἀνίκανοι νὰ ἐπιτύχουν φιλοσοφικὴ κυριαρχία βασιζόμενοι ἀποκλειστικὰ σὲ κληροδοτημένα ἔργα; 

Ἀκριβῶς. Ἡ φιλοσοφία εἶναι πάντα μιὰ συγκεκριμένη ἐμπειρία — αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀριστοτέλης ἀποκαλοῦσε ἐμπειρία τῆς Σοφίας. Ὁ Ἀριστοτέλης τὴν περιέγραψε μὲ ἀκρίβεια, διακρίνοντας μεταξὺ φρόνησης καὶ Σό 

Ἡ φρόνηση εἶναι ἡ συσσώρευση γνώσεων καὶ δεδομένων — ὁποιοσδήποτε μὲ τὴν κατάλληλη ἱκανότητα μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτό. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὴ φρόνηση: μελετοῦν διάφορες φιλοσοφικὲς σχολές, κατανοοῦν κάποια πράγματα σχετικὰ μὲ τὴ θρησκεία, τὴ σύγχρονη φιλοσοφία ἢ τὸν μεταμοντερνισμό. Ἡ φρόνηση ἀποτελεῖται ἀπὸ δεξιότητες, γνώσεις καὶ ἱκανότητες στὴν κατανόηση ἢ τὴν ἑρμηνεία φιλοσοφικῶν κωδίκων. Εἶναι ἕνα ἐπάγγελμα. 

Ἀλλὰ ὁ Ἀριστοτέλης μιλάει ἐπίσης γιὰ τὴ Σοφία — ἕναν ἐντελῶς διαφορετικὸ ἄξονα. Ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία ἀρχίζει ὅταν ἐμφανίζεται ἡ λάμψη τῆς Σοφίας — καὶ μόνο ἕνας ζωντανὸς φιλόσοφος μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει. Ἕνα τέτοιο ἄτομο ζεῖ ἀνάμεσα στὶς δομὲς τῆς Σοφίας καὶ δὲν συνομιλεῖ μὲ τὸ ἄμεσο περιβάλλον του: μιλάει μὲ τὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Νίτσε, συζητᾶ μὲ τὸν Χάϊντεγκερ, διαφωνεῖ μὲ τὸν Χέγκελ. Γιὰ ἕναν ἀληθινὸ φιλόσοφο, αὐτοὶ οἱ ἄλλοι φιλόσοφοι εἶναι οἱ σύγχρονοί του. 

Μόνο ἕνας ζωντανὸς φιλόσοφος μπορεῖ νὰ ὀργανώσει σωστὰ τὴ φρόνηση καὶ νὰ ἱδρύσει θεσμοὺς ποὺ πραγματικὰ ἐκπληρώνουν τὸν σκοπό τους. Μόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ σὲ ἕναν ἄλλο τὶς σπίθες τῆς Σοφίας — ἐκείνους ποὺ φέρουν τὸν σπόρο — καὶ ὄχι ἐκείνους ποὺ ἁπλῶς διακρίθηκαν στὶς ἐξετάσεις. 

Τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει χωρὶς ἕναν τέτοιο φιλόσοφο. Ἡ φρόνηση δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴ Σοφία. Ἡ Σοφία εἶναι ἕνα δῶρο, μιὰ θεϊκὴ σπίθα ποὺ κάνει ἕναν φιλόσοφο αὐτὸ ποὺ εἶναι. 

Μιλᾶς γιὰ τὸν φιλόσοφο ὡς κάτι ἱερό... 

Πράγματι. 

Τότε εἶναι λόγιος ἢ ὄχι; 

Ὄχι. Ὁ φιλόσοφος εἶναι κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ ἕναν λόγιο. Οἱ λόγιοι εἶναι ἐκεῖνοι πού, τροφοδοτούμενοι ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ ἐκπέμπει ἡ ἀληθινὴ φιλοσοφία, ἐφαρμόζουν αὐτό το φῶς σὲ συγκεκριμένους τομεῖς τῆς γνώσης. Ἕνας λόγιος γίνεται τέτοιος μέσῳ τῆς μελέτης καὶ τῆς κατάκτησης τῆς γνώσης. Ἀλλὰ αὐτὸ ἀπὸ μόνο του δὲν θὰ κάνει ποτὲ κάποιον φιλόσοφο. Ἡ πράξη τῆς Σοφίας εἶναι ἐξαιρετικὰ σπάνια. 

Ἡ ἐπιστήμη εἶναι ἀπόγονος τῆς φιλοσοφίας: στὴ ρίζα κάθε ἐπιστημονικοῦ κλάδου, εἴτε ἀκριβοὺς εἴτε ἀνθρωπιστικοῦ, βρίσκεται κάποιο φιλοσοφικὸ μοντέλο. Δὲν ὑπάρχει ἐπιστήμη χωρὶς φιλοσοφία — ἂν καὶ ἡ φιλοσοφία μπορεῖ νὰ ὑπάρχει χωρὶς ἐπιστήμη. Ἡ φιλοσοφία εἶναι πρωταρχικὴ μὲ κάθε ἔννοια· ἀντιπροσωπεύει τὴν ὑπερβατικὴ διάσταση τῆς σκέψης. 

Ὁ φιλόσοφος ἀναζητᾶ τὴν ἴδια τήν ἀλήθεια — τίποτα περισσότερο. Οἱ μελετητές, μὲ τὴ σειρά τους, ἐπιδιώκουν νὰ ἐφαρμόσουν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια σὲ συγκεκριμένους τομεῖς: μαθηματικά, φυσική, χημεία, βιολογία, κοινωνία, πολιτική. Ὡστόσο, γιὰ νὰ ἔχει κανεὶς κάτι νὰ ἐφαρμόσει, πρέπει πρῶτα νὰ ἔχει τὴν πηγὴ — καὶ αὐτὴ ἡ πηγὴ ὑπάρχει μόνο στὴ φιλοσοφία. Σύμφωνα μὲ τὸν Πλάτωνα, ἡ ἀνθρώπινη ἀποστολὴ εἶναι νὰ γίνει κανεὶς φιλόσοφος. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ χάρισμα δίνεται σὲ λίγους. Κατ' ἀρχήν, ὅλοι πρέπει νὰ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἂν καὶ στὴν πράξη μόνο λίγοι τὸ καταφέρνουν. 

Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δημιουργήσει τεχνητὰ ἕναν φιλόσοφο, ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ἀπαραίτητος γιὰ τὴ φιλοσοφικὴ κυριαρχία. Τί θὰ μποροῦσε νὰ ὠθήσει τὸ κράτος νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι ἀπαραίτητη καὶ νὰ δημιουργήσει τὶς συνθῆκες γιὰ τὴν ἐμφάνισή του; 

Ἴσως ὅταν φτάσουμε σὲ ἀδιέξοδα τόσο δυσεπίλυτα ποὺ κανένα γνωστὸ μέσο δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἐπιλύσει — τότε, ἴσως, τὸ κράτος θὰ στραφεῖ σὲ ἕναν φιλόσοφο. Ἀρχικά, θὰ καλέσει ὅλους ὅσους βρίσκονται στὸ προσκήνιο, προκαλῶντας μεγάλη σύγχυση καὶ θόρυβο. Ἀλλὰ τελικά, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ σωρὸ ἀπὸ λανθασμένες προσπάθειες, ἡ ἐξουσία μπορεῖ μὲ θαῦμα νὰ βρεῖ κάτι γνήσιο. Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι μόνο ἕνας ἄλλος φιλόσοφος μπορεῖ νὰ διακρίνει ποιός εἶναι πραγματικὰ φιλόσοφος. Εἶναι ὅπως στὴν ἀλχημεία: γιὰ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς χρυσό, πρέπει νὰ διαθέτει ἤδη χρυσό. Μόνο ἕνας φιλόσοφος μπορεῖ νὰ ἀναγνωρίσει ἕναν ἄλλο φιλόσοφο — σὲ ἀντίθεση μὲ ἕναν τσαρλατάνο ποὺ ἔχει ἁπλῶς μάθει νὰ προφέρει ἔξυπνες λέξεις. 

Ὁ φιλόσοφος εἶναι αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἀλήθεια εἶναι πιὸ πολύτιμη ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο. Εἶναι πρόθυμος νὰ καταθέσει ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του γιὰ χάρη τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ ἀποκηρύξει ὅλα τὰ ἄλλα. Θυμηθεῖτε τὸν διάλογο τοῦ Διογένη μὲ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο. Ὅταν ρωτήθηκε «Τί θέλεις, φιλόσοφε;», ἀπάντησε: «Μὴν μοῦ κρύβεις τὸν ἥλιο». Ἄν, στὰ μάτια κάποιου ποὺ ἰσχυρίζεται ὅτι εἶναι φιλόσοφος, διακρίνεις προσωπικὸ συμφέρον ἢ ἁρπακτικότητα — τὴν ἐπιθυμία νὰ γίνει διευθυντὴς ἰνστιτούτου, γιὰ παράδειγμα — τότε δὲν εἶναι φιλόσοφος. 

Πῶς, λοιπόν, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀναγνωρίσει ἕναν φιλόσοφο; Εἶναι πολὺ δύσκολο, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἔμμεσα σημάδια. Ὅσοι αἰσθάνονται πολὺ ἄνετα σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο, πολὺ καλὰ προσαρμοσμένοι στὶς ρουτῖνες του, εἶναι ἀπίθανο νὰ εἶναι φιλόσοφοι. Ὁ φιλόσοφος αἰσθάνεται μιὰ ἕλξη νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴ σπηλιὰ ὅπου οἱ ἄλλοι ζοῦν ἱκανοποιημένοι, μπερδεύοντας τὶς σκιὲς καὶ τὶς ψευδαισθήσεις μὲ τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια. 

Ὁ φιλόσοφος πρέπει νὰ νιώθει μιὰ ὁρισμένη ἀνησυχία, μιὰ λαχτάρα ποὺ τὸν ὠθεῖ νὰ ἐπιλύσει τὴν δυσαρέσκεια ποὺ αἰσθάνεται γιὰ αὐτὸν τὸν κόσμο. Διαφορετικά, δὲν θὰ ὑπάρχει ἕλξη πρὸς τὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, δὲν θὰ ὑπάρχει φιλοσοφικὸς δρόμος ἀνόδου, δὲν θὰ ὑπάρχει κίνηση πρὸς τοὺς ὁρίζοντες τῆς στοχαστικῆς σκέψης. 

ALEXANDER DUGIN 

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ :https://www.multipolarpress.com/p/philosophical-sovereignty?fbclid=IwY2xjawNv4UFleHRuA2FlbQIxMQABHhymhPNmKszHKEEyIa9KuIvwvQZndfd3Bull4MGReS8rXnKFL-tN I05r5Q0 aem vzK9FoHTzYgTuOaCMzrnFw 

Ι.Λ

ΛΑΡΙΣΑ

ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις