Τὰ Νοεμβριανὰ τοῦ 1916, ὅταν οἱ «σύμμαχοι» ἔκοψαν τὴν Ἑλλάδα στὰ δύο!

 Τὸν Νοέμβριο τοῦ 1916, ὁ πρῶτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ὁ «Μεγάλος Πόλεμος», εἶχε ξεσπάσει πρὶν ἀπὸ περίπου 27 μῆνες, μὲ ἀντιπάλους τὴν Ἀντὰντ (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ἰταλία) καὶ τὶς Κεντρικὲς Αὐτοκρατορίες (Γερμανία, Αὐστρία). Ἡ Ἑλλὰς παραμένει οὐδέτερη, ἐπιθυμῶντας νὰ διατηρήσει τὴν οὐδετερότητά της. Ὅμως οἱ σύμμαχοι δὲν τὴν θέλουν ἁπλῶς «φίλη», ἀλλὰ τὴν θέλουν σύμμαχο. Τὴν ἐκβιάζουν μὲ ἐδαφικοὺς ἀκρωτηριασμούς, ἐπεμβάσεις στὰ ἐσωτερικά της καὶ ταπεινωτικὴ συμπεριφορά, ὥστε νὰ ἐνταχθεῖ σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο στρατόπεδα. Οἱ Γερμανοί της ἐπιβάλλουν νὰ παραδώσει τὸ ὀχυρὸ Ροῦπελ. Τὴν ὑποχρεώνουν νὰ δεχθεῖ τὴν αἰχμαλωσία τοῦ Δ’ Σώματος Στρατοῦ καὶ τὴν μεταφορὰ αὐτοῦ στὸ Γκαίρλιτς. Ἀποτέλεσμα αὐτοῦ εἶναι νὰ μείνει ἀνυπεράσπιστη ἡ Ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ νὰ ὑποστεῖ τὰ πάνδεινα ὁ πληθυσμός της ἀπὸ τὰ Βουλγαρικὰ στρατεύματα. 

Ἀπὸ τὴν ἄλλη βρίσκονταν οἱ δυνάμεις τῆς Ἀντάντ, οἱ ὁποῖες αὐτοανακηρύχθηκαν «Προστάτιδες Δυνάμεις» μετὰ τὸ Ναβαρίνο. Ἀπαιτοῦν τὴν βοήθεια τῆς Ἑλλάδος μὲ τὴν βία. Μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐκστρατείας στὰ Δαρδανέλια, ἀποβιβάζουν αὐθαίρετα καὶ χωρὶς νὰ ζητήσουν τὴν ἄδεια τῆς Ἑλλάδος, στρατεύματα στὴν Θεσσαλονίκη. Ἔχουν καταλάβει τὸ λιμάνι του Μούδρου, τὴν Κέρκυρα καὶ ἄλλα νησιά μας. Ὑπερήφανη ἡ χώρα μας μετὰ τοὺς θριαμβευτικοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους, θὰ μποροῦσε νὰ ἀποκρούσει πιέσεις καὶ ἐκβιασμούς, ἀρκεῖ νὰ ἦταν ἑνωμένη. Δυστυχῶς ὅμως δὲν ἦταν. Ἡ διχόνοια ἔχει φέρει γιὰ ἀκόμη μιὰ φορὰ τὸν ἐθνικὸ Διχασμό. Ἡ χώρα κατοικεῖται πλέον ὄχι ἀπὸ Ἕλληνες ἀλλὰ ἀπὸ «Βασιλικοὺς» καὶ «Βενιζελικούς». Οἱ πρῶτοι ἐκτιμοῦν ὅτι θὰ κερδίσει ἡ Γερμανία, καὶ οἱ ἄλλοι ἐκτιμοῦν ὅτι θὰ ἐπικρατήσει ἡ Ἀντάντ. 

Ὁ Βενιζέλος, ὡς ἐπί κεφαλῆς τῆς περίφημης τριανδρίας Βενιζέλος – Κουντουριώτης – Δαγκλής, ἱδρύει μετὰ ἀπὸ στρατιωτικὸ κίνημα (ἕνα ἀπὸ τά... καλὰ δημοκρατικὰ πραξικοπήματα!) τὸ κράτος τῆς Θεσσαλονίκης, χωρίζοντας τὴν Ἑλλάδα στὰ δύο. Εἶναι ἡ πλέον μελανὴ σελίδα στὴν νεότερη ἱστορία μας, ἡ ὁποία ὅμως ἀποκρύπτεται ἢ παρουσιάζεται μὲ πολὺ ἤπιους καὶ ἀνώδυνους τόνους. Πρὸ αὐτῆς τῆς καταστάσεως, οἱ Ἄγγλοι καὶ οἱ Γάλλοι παραβιάζουν κατάφορα τὸ Διεθνὲς Δίκαιο, καὶ ἀρχίζουν νὰ πιέζουν ἀφόρητα την, ἀπὸ τὴν Θεσσαλία καὶ κάτω, Ἑλλάδα, τὴν ὁποία δὲν ἐλέγχει ὁ Βενιζέλος. Οἱ «σύμμαχοι» ἀναγκάζουν τὸν Βασιλέα Κωνσταντῖνο σὲ μερικὴ ἀποστράτευση τοῦ Στρατοῦ, ὅμως οἱ ἀποστρατευθέντες, ἀγανακτισμένοι ἀπὸ τὴν ξένη ἐπέμβαση, μετατρέπονται σὲ «Ἐπιστράτους», δηλαδὴ σὲ ἀνθρώπους ποὺ φοροῦν πολιτικὰ μέν, ἀλλὰ φέρουν ὅπλα δέ. Οἱ Ἐπίστρατοι ἀναφέρονται βιβλιογραφικά, καὶ ὄχι ἀδίκως, ὡς ἡ πρώτη μαζικὴ πολιτικὴ ὀργάνωση στὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ ἱστορία μὲ πρωτοφασιστικὸ χαρακτῆρα. 

Οἱ Γάλλοι γίνονται κράτος ἐν κράτει. Ἐλέγχουν τοὺς σιδηροδρόμους καὶ τὶς τηλεφωνικές, τηλεγραφικές, ἀλλὰ καὶ ταχυδρομικὲς ἐπικοινωνίες, ἐνῷ ἐπιβάλλουν αὐστηρὴ λογοκρισία, ἀκόμη καὶ στὴν ἰδιωτικὴ ἀλληλογραφία. Πλοῖα τοῦ στόλου μας ἔχουν κατασχεθεῖ, ἐνῷ ὁ Γάλλος ναύαρχος Fournet ἔχει ὑποστείλει τὴ Ἑλληνικὴ σημαία ἀπὸ τὰ πλοῖα μας καὶ ἔχει ὑψώσει τὴν Γαλλική. Οἱ ταπεινώσεις συνεχίζονται καὶ φθάνουν στὸ ἀποκορύφωμα, ὅταν οἱ «σύμμαχοι» ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ τοὺς παραδώσει δέκα ὀρειβατικὲς πυροβολαρχίες. 

Ὁ Βασιλιᾶς ἀρνεῖται καὶ στὶς 18 Νοεμβρίου ἀποβιβάζονται στὸν Πειραιᾶ καὶ στὸ Φάληρο, περίπου τρεῖς χιλιάδες Ἀγγλογάλλοι πεζοναῦτες οἱ ὁποῖοι κινοῦνται γιὰ νὰ καταλάβουν «στρατηγικὰ σημεῖα» τῶν Ἀθηνῶν. Στὶς ἕντεκα θὰ πέσουν οἱ πρῶτοι πυροβολισμοί, ἐνῷ τὰ «συμμαχικὰ» καράβια κανονιοβολοὺν τὴν Ἀθήνα. Τελικῶς σταματοῦν οἱ ἐχθροπραξίες, ἐνῷ ὁ Κωνσταντῖνος ὑποχρεοῦται νὰ δεχθεῖ ἄνευ ὅρων τὴν παράδοση ἕξι πυροβολαρχιῶν. Δύο μῆνες μετά, στὶς 16 Ἰανουαρίου τοῦ 1917 στὸ Ζάππειο μέγαρο καὶ μπροστὰ στὶς τέσσερις σημαῖες τῶν χωρῶν τῆς Ἀντάντ, πεζοπόρα τμήματα τοῦ Στρατοῦ μας περνοῦν καὶ οἱ σημαῖες τους ὑποκλίνονται μπροστὰ στὶς ξένες. Ἦταν μιὰ θλιβερὴ εἰκόνα γιὰ τὴν ὁποία οὐδεὶς λογοδότησε. 

Τὰ Νοεμβριανὰ ὑπῆρξαν ἕνα θλιβερὸ καὶ ἀποτρόπαιο ἐπεισόδιο τοῦ Διχασμοῦ. Μερικοὶ ἀποφεύγουν νὰ ποῦν ποιός ἔχει τὴν εὐθύνη. Ὅμως ὁ Κωνσταντῖνος Ζαβιτσιάνος, ὁ ὁποῖος διετέλεσε πρόεδρος τῆς Βουλῆς τὸ 1915 καὶ ὑπουργὸς Ἐσωτερικῶν ἀπὸ τὸ 1928 ἕως τὸ 1929 σὲ βενιζελικὲς κυβερνήσεις, στὸ βιβλίο του «Αἱ ἀναμνήσεις ἐκ τῆς ἱστορικῆς διαφωνίας Βασιλέως Κωνσταντίνου καὶ Ἐλευθερίου Βενιζέλου», ἀναφέρει: 

«Ἐπληροφορεῖτο ὁ αὐτὸς ἐργαζόμενος λαός, μὲ βαθυτάτην πικρίαν, ὅτι ἡ ἀσφάλεια τῶν νώτων του Σαράϊγ, ἐπέβαλλε τὴν συνεχῆ ταπείνωση καὶ τὸν ἐξευτελισμὸν τοῦ ἐπισήμου κράτους, τὸ ὁποῖο ἐκαλεῖτο ἄλλοτε νὰ δώσει τὰ πλοῖα του, ἄλλοτε τὰ ὅπλα του, ἄλλοτε νὰ πεινάσει διὰ τοῦ ἀποκλεισμοῦ, ἄλλοτε διετάσσετο νὰ μεταφέρη καὶ συγκεντρώση τὸ πολεμικὸν ὑλικὸν καὶ τοὺς ἄνδρας τῆς ἀσφαλείας του εἰς τὴν Πελοπόννησον. Καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ συνεχῆ τελεσίγραφα, ἐκ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ὁποίων ἔμεινεν ἡ πρωτεύουσα μὲ τὰ περίχωρά της, μὲ ἀσφάλειαν ἐκ σαράντα μόνον χωροφυλάκων, ἀλλὰ καὶ μὲ συνεχῆ μείωση τῆς δημοτικότητος τοῦ Βενιζέλου ὡς συνεργαζομένου μὲ τοὺς ξένους πράκτορας, διότι ὁ Βενιζέλος δὲν εἶχε πείση οὔτε ἕναν, τὸ τονίζω οὔτε ἕναν Ἕλληνα, ὅτι αὐτὸς δὲν ἦτο ἐν γνώσει καὶ δὲν ἐπεδοκίμαζε τὰ πιεστικὰ καὶ ταπεινωτικὰ αὐτὰ μέτρα.». 

ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ 

https://xrisiavgi.com/2025/11/18/18/168345/ 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις