ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΠΟΛΥ ΜΑΚΡΙΑ!

 «Ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριά»... Δὲν πρόκειται γιὰ κομπασμό. Ἡ λαλιά μας βαστᾶ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, τοὺς Τραγικούς. Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς διάλεξε ποὺ θὰ ξεσκολίσει. Καὶ τὸ γάλα ποὺ ἐβύζαξε δὲν τὸ ἔφτυσε. Οὔτε τὸ νόθευσε. Κατὰ κύριο λόγο στὸ δικό του «μήγαρις» χρωστᾶμε καὶ τὴν μιλιὰ καὶ τὰ γραφτά μας. 

«Ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριά». Ἐρχόμαστε πεζοπορῶντας καὶ λάμνοντας -πάντως ὄχι ἕρποντας. «Ἕλληνες μὲς στὰ σκοτεινὰ δείχνουν τὸν δρόμο», ὅπως μᾶς βεβαιώνουν Γκαῖτε καὶ Νίτσε. Καὶ ὅπου μᾶς ἔβρισκε τὸ κακὸ σὰν λαὸ μνημονεύαμε ρίμες ποιητικὲς ἢ πατερημὰ καὶ προχωρούσαμε. Σήμερα δὲν μνημονεύουμε ἀπολησμονημένους μπαρμπα-Γιάννηδες καὶ δυσκολοκατάληπτους κυρ-Ἀλέξανδρους. Μᾶς στοιχειώνει μιὰ λαλέουσα ἀλαλιά. 

«Ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριά». Ἤμασταν ναυτικοί, ἀγρότες, πραματευτάδες, καπεταναῖοι καὶ καλοτεχνῖτες. Τώρα δὲν εἴμαστε τίποτε ἀπὸ αὐτά. Εἴμαστε κατὰ κύριο λόγο ἐμπορικοὶ ἀντιπρόσωποι -χάντρες, καθρεφτάκια, παπατζηλίκι καὶ ἐπιδοτήσεις. 

«Ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριά». Ἔχουμε ἀκατάπαυστη λογόρροια, ἀλλὰ κανένα λόγο. Ὁ λόγος στὰ μέρη μας, αὐτὰ τῆς μνήμης, δὲν ἦταν μήτε «ὀρθὸς» μήτε «πλάγιος». Ἦταν εὐθύς, ἄμεσος. Γι’ αὐτὸ καὶ εὔκολα δὲν τὸν ἔδινες κι ὅταν τὸν ἔδινες αὐτὸς ἀρκοῦσε καὶ περίσσευε. 

«Ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριά». Ἀλλὰ δὲν «πηγαίνουμε πολὺ μακριά». Ἀφηνόμαστε παραδομένοι καὶ ἀνομολόγητα κουρασμένοι στὴν ροὴ τῶν διαφημίσεων ποὺ μᾶς λένε καταλεπτῶς ποὺ νὰ σταθοῦμε καὶ πὼς νὰ γίνουμε μεταπράτες ὀνείρων καὶ διαχειριστὲς ἐπιθυμιῶν. Δὲν μοχθοῦμε γιὰ τίποτε -ντὶλ κάνουμε, κι αὐτὰ ὄχι πάντοτε συμφερτικά. 

«Ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριά». «Θόη θόη θμός». Ἄλλο καὶ τοῦτο. Τί εἶναι αὐτό; Κάνετε «ντιλὶτ» καὶ «ριστάρτ». Κάνας ἰὸς θά ‘ναι. Ἐξόριστοι στὰ ράφια τῶν ποιητῶν οἱ στίχοι. Ἐμεῖς ἀκοῦμε τοὺς λογιστές. 

Τελικὰ τὸ ζήτημα τῆς ἔνδειας μᾶς εἶναι ἀμιγῶς αἰσθητικό. Χωρὶς τοὺς ἀπελευθερωτικοὺς δεσμοὺς τῆς ἐπανασύνδεσης μὲ τὰ χαμένα ἔχουν τὸ πάνω χέρι τὰ δεσμὰ τοῦ κενοῦ, ποὺ μὲ ὅση ψηφιοποίηση καὶ ἂν τὰ μπουκώσουμε, αὐτὸ δὲν χαμπαριάζει ἀπὸ καμία τέχνη. Σὰν ψευτίζει ἡ ζωή, ψευτίζει καὶ ἡ φωνή μας καὶ οἱ ἱερεμιάδες μὲ τὶς ὁποῖες τὴν ἀποχαιρετοῦμε μοιάζουν -καὶ εἶναι- ὁλότελα ἀνώφελες. 

Ὀφείλουμε νὰ ξαναβροῦμε τὸν Ἄνθρωπο. Ὄχι ὅμως σὰν ἕνα ἀόριστο ἰδεολόγημα. Ἐκεῖνον τὸν ἀκέραιο ,μὲ ὁλόκληρη τὴν σωματοκοψιά του, ἐκεῖνον ποὺ ἱδρώνει καὶ ξεϊδρώνει, ἐκεῖνον ποὺ ζαρώνει. Γιὰ νὰ σταματήσουμε νὰ περιφέρουμε ἄφωνοι τὴν κούρασή μας ἀπὸ τὰ στίγματα τῆς Ἱστορίας. *Ἂν κάτι ἀπεχθάνομαι εἶναι οἱ καθ’ ἕξιν μεμψίμοιροι. Ἀλλὰ τίποτα πιὸ καταστροφικὸ ἀπὸ τοὺς καθ’ ἕξιν ξέγνοιαστους. 

Στὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν ὑπομονή σας ποντάρω ὁ πονηρός. Θὰ σπανίζουν ὅμως τέτοια φαινόμενα ὅσο πάει ἂν καὶ δὲν ἀγνοῶ ὅτι «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» ἡ δύναμις. *Ὅσοι ἀκόμη ἀκόλουθοι προσέλθετε κάτω ἀπὸ τὸ αἰώνιο μήνυμα ΑΓΧΙΒΑΣΙΗΝ: «Ἡ ἐγρήγορση τοῦ ὄντος ἀπὸ τὴν Λήθη πρὸς τὸν Συμπαντικὸ λόγο ἐξ’ οὐ ἀντλεῖ ἐνέργεια». 

Δημήτρης Χριστοδούλου 

ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ

https://xrisiavgi.com/2025/11/24/21/168410/ 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις